ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Η λαογραφία της αυθαιρεσίας

Οι «αυτοσχέδιοι» οικιστές και επαγγελματίες της Σαλαμίνας πρέπει να μείνουν απλή ανάμνηση. Ο βαρκάρης, ο ταξιτζής, ο παγοπώλης, ο νερουλάς. Για τους αδαείς δεν είναι τίποτε άλλο από επαγγελματίες που εξασφάλιζαν τα προς το ζην. Για εκείνους που έζησαν τη Σαλαμίνα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και όλη την επόμενη, αυτά τα ονόματα σημαίνουν άλλα. Ο Ηλίας, ο Τάκης, ο Παΐσιος –«βάρδα φουρνέλο»–, ο Βαγγέλης: μια άλλη κατηγορία επαγγελματιών. Ήταν εκείνοι που αναλάμβαναν τη «βρόμικη δουλειά» να χτίσουν τις αυθαίρετες παράγκες, που στήνονταν σε μια νύχτα, «για να μπορούν τα παιδιά να κάνουν μπάνια το καλοκαίρι». Όσοι ζήσανε αυτή την εποχή θυμούνται και κάτι ακόμα: Η επιβίωση ήταν απόλυτα εξαρτημένη από το αν και πότε θα εμφανιστεί η «Αφροδίτη», δηλαδή η βάρκα που ο Φάνης τη γέμιζε με πολύ περισσότερους απ’ όσους χωρούσε και «πέρναγε απέναντι» με οποιονδήποτε καιρό, το «ξύλινο» ταξί, μέσα στο οποίο ο Παναγιώτης έβαζε άλλους τόσους από όσους επέτρεπε η άδειά του, το ανοιχτό φορτηγάκι που δίπλα στον πάγο ο Θανάσης έβαζε το ψωμί και στη ρυμούλκα τα σκουπίδια, το υδροφόρο που ο Κίμωνας όλο υποσχότανε –«σε μία ώρα ξαναγυρίζω γεμάτος»–, αλλά ποτέ δεν προλάβαινε να τους… ξεδιψάσει όλους. Κι ακόμα θυμούνται ότι περίμεναν με αγωνία πότε θα τους έδινε σειρά ο εργολάβος –«τώρα χτίζω ένα σπίτι στο Ρέστη, μετά έχει σειρά ένα άλλο στην Κατσηβίγλα και μετά θα έρθω στο Στενό»–, για να χτίσουν αυθαίρετα άλλο ένα δωμάτιο, «τώρα που μεγάλωσε η οικογένεια». Και, φυσικά, έτρεμαν «μην περάσει ο αστυνόμος πριν πέσουν τα κεραμίδια». Δεν ήταν απλή συναλλαγή αυτό που γινόταν. Προϋπόθεση επιβίωσης ήταν. Δεν θα υπήρχε –τουλάχιστον τότε– ζωή έξω από τα Παλούκια και την Κούλουρη αν δεν είχε κάθε οικισμός Κίμωνα, Παΐσιο και όλους τους άλλους. Βγάζοντας το… αυθαίρετο μεροκάματό τους, «έχτιζαν» την οικονομία όλου του νησιού. Δεν πρόκειται για μια απλή ανάκληση μνημών που ο χρόνος εξωραΐζει. Δεν θα μιλήσουμε ακόμα μία φορά «για τα παλιά, τα ωραία χρόνια», τότε «που όλα ήταν καλύτερα και οι άνθρωποι πιο αληθινοί». Ο λόγος αυτής της αναφοράς είναι άλλος: Όλα αυτά αποτελούν τεράστιο κομμάτι της οικιστικής, πολιτιστικής, λαογραφικής και οικονομικής ιστορίας της σύγχρονης Σαλαμίνας. Του μοναδικού ίσως νησιού που το καλοκαίρι δεκαπλασιάζει τον πληθυσμό που μένει σε ιδιόκτητα σπίτια, άρα δεκαπλασιάζει και τα προβλήματα. Κομμάτι αυτής της ιστορίας είναι και οι πληγές, που από τότε μένουν ανοιχτές. Οι στενοί δρόμοι, η ανύπαρκτη αποχέτευση, τα «στριμωγμένα» σπίτια, τα μικρά οικόπεδα, η έλλειψη κοινόχρηστων χώρων, οι καταπατημένες εκτάσεις, οι φωτιές, η παράνομη υλοτόμηση πληγώνουν σήμερα όσο και τότε.
Κομμάτι αυτής της ιστορίας είναι και οι πληγές, που από τότε μένουν ανοιχτές
Κι αν οι παράγκες του χθες δεν είχαν θεμέλια και ξηλώνονταν εύκολα, τα τσιμεντένια μεγαθήρια του σήμερα δεν πρόκειται να «ξηλωθούν» ποτέ. Τα προβλήματα που κληρονομήσαμε από τους γονείς μας θα τα κληροδοτήσουμε «βελτιωμένα και επαυξημένα» στα παιδιά μας. Και το νησί, που κάποτε θύμιζε οποιοδήποτε κομμάτι γης στη μέση του Αιγαίου, θα έχει θυσιαστεί για πάντα στον βωμό της αυθαιρεσίας. Το να γίνει μια βαθύτερη μελέτη, να συγκεντρωθούν στοιχεία, να επισημανθούν οι παρανομίες του τότε, να καταγραφούν τα λάθη, να ανακαλέσουν μνήμες οι επιζώντες δεν θα είναι απλώς μια καλύτερη γνωριμία με το νησί και την ιστορία του. Μαθαίνοντας πώς φτάσαμε από την ξύλινη «Ερέτρια» και τη… σχεδία «Άγιος Λαυρέντιος» στα αμφίδρομα «Σαλαμινία» και «Παναγία Κοίμησις» –τα φεριμπότ του τότε και του τώρα–, θα δούμε πώς θα κρατήσουμε τα καλά και πώς δεν θα ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Η μοίρα της μνήμης είναι να χάνεται μαζί με όσους την κουβαλούν. Πρέπει όλοι να φροντίσουμε να μην κουβαλούν και τα παιδιά μας τις ίδιες μνήμες. Ο Φάνης, ο Παναγιώτης, ο Θανάσης, ο Κίμωνας πρέπει να υπάρχουν μόνο σε φωτογραφίες. Του Νίκου Οικονομίδη

Διαβάστε επίσης