ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ξενάγηση βήμα-βήμα στις Σπέτσες

1ος περίπατος: κέντρο (Αγ.Μάμας, Ντάπια, Ποσειδώνιο) (Σημείωση 8.7.2011: αυτό το κείμενο του Πέτρου Χαριτάτου δημοσιεύτηκε, στην αρχική του μορφή, στο βιβλίο “Ανεξερεύνητες Σπέτσες” που εκδόθηκε το 2004 και περιέχει 5 διαδρομές στην πόλη των Σπετσών. Εδώ αναδημοσιεύεται με προσθήκες και διορθώσεις. Προσεχώς θα διορθωθούν κάποια λάθη στο χάρτη του περιπάτου. Οι δικές σας συμπληρώσεις και διορθώσεις είναι ευπρόσδεκτες) Η πόλη απλώνεται σχεδόν τέσσερα χιλιόμετρα πάνω στη βόρεια παραλία του νησιού. Το κέντρο της είναι η Ντάπια, όπου φτάνει το πλοίο. Από τη Ντάπια ο ένας παραλιακός δρόμος πηγαίνει ανατολικά στο Παλιό Λιμάνι και τη Μπάλτιζα (2 χλμ) και ο άλλος δυτικά στις Σχολές (1,5 χλμ). Από εδώ ξεκινούν κι οι δρόμοι προς το εσωτερικό του νησιού και προς τις νότιες παραλίες. Εδώ δένουν τα επιβατικά πλοία, εδώ είναι τα πιο πολλά μαγαζιά και καφενεία, εδώ βρίσκεις εφημερίδες και συναντάς τις παρέες. Εάν ήρθατε μόνο για λίγη ώρα στις Σπέτσες και δεν προλαβαίνετε να τις εξερευνήσετε, τουλάχιστον μη χάσετε το Μουσείο Μπουμπουλίνας που είναι πολύ κοντά (1/23) και το Μουσείο Σπετσών (5/5 στον 5ο περίπατο προς Ανάληψη). Ο μόλος όπου ξεμπαρκάρουμε (1/1) δεν υπήρχε μέχρι το 1956. Τα πλοία εφουντάριζαν αρόδο, δηλαδή ρίχναν άγκυρα στ’ανοιχτά, βγαίναν οι 6-7 βαρκάρηδες και φέρναν τους επιβάτες. Για να χτιστεί ο μόλος, βύθισαν εδώ ένα παλιό τσιμεντένιο γερμανικό φορτηγό, που είχε ξεμείνει στο Παλιό Λιμάνι. Καγκελαρία Το πρώτο κτίριο που συναντάμε, (1/2) ένα παραδοσιακό διώροφο, είναι της Καγκελαρίας· έτσι λέγαν το Δημαρχείο τον καιρό της Επανάστασης. Εδώ συνεδριάζαν οι πρόκριτοι του νησιού. Οι Μέξηδες και οι Μποτασαίοι ήταν οι πλουσιότεροι άρχοντες του νησιού και οι αντιθέσεις τους παίρναν συχνά πολιτικό χαρακτήρα. Στις συγκρούσεις τους συμμετείχαν και οι άλλοι πρόκριτοι, όπως οι Κούτσηδες και οι Αναργυραίοι. Γι’αυτό, είχαν κόψει στα τέσσερα την επίσημη σφραγίδα τους, με την εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου, και τα είχαν μοιραστεί. Εάν δεν συμφωνούσαν δεν έπεφτε σφραγίδα. Για να μη τσακώνονται, και ακολουθώντας το παράδειγμα της Ύδρας, οι πρόκριτοι εκλέγουν το 1803 τον Ανάργυρο Παύλου Χατζηανάργυρο (προπάππο του ευεργέτη και ιδρυτή της Αναργυρείου Σχολής Σωτήρη Ανάργυρου) ως αρχηγό του συμβουλίου της κοινότητας, δηλαδή κοτζαμπάση. Σ’αυτό το κτίριο λοιπόν συνεδριάζαν, όχι πάντα με ηρεμία. Τον Μάιο του 1854 εισβάλλει ένα εξαγριωμένο πλήθος. Όπως έγραψαν τότε, έγινε “συρροή απειραρίθμου όχλου πολιτών, συνελθόντων εις το δημαρχικόν κατάστημα και απαιτούντων δια κραυγών παραλόγους αξιώσεις και ζωοτροφίας (δηλαδή τρόφιμα) δια της βίας”. Αυτά έγιναν, σημειώνει το Δημοτικό Συμβούλιο, “υπό το πρόσχημα της ενδείας και του λιμού της απόρου κλάσεως των κατοίκων” (δηλαδή επειδή οι φτωχοί πεινούσαν). Είχε ξεσπάσει ο πόλεμος της Κριμαίας και η Μαύρη Θάλασσα είχε κλείσει για τα εμπορικά πλοία, χτυπώντας την καρδιά της σπετσιωτικής οικονομίας, δηλαδή τη μεταφορά σταριού από εκεί στη δυτική Μεσόγειο. Λίγο μετά, τον Νοέμβριο του 1862, οι Σπέτσες συμμετέχουν στην αιματηρή εξέγερση κατά του Όθωνα. Το πλήθος καίει το Δημαρχείο. Διώχνει τον οθωνικό δήμαρχο Αδριανό Σάντο και βάζει στην θέση του τον Μιχαήλ Οικονόμου, που θα γνωρίσουμε στον επόμενο περίπατο. Όμως κι αυτός θα γίνει θύμα του κύκλου της βίας. Τον πυροβολούν και τον σκοτώνουν, πιο πάνω στην Ντάπια, δυό μέλη των αντιπάλων οικογενειών Θεοχάρη και Μπούμπουλη. Προς τη θάλασσα, η Καγκελαρία δηλαδή το παλιό δημαρχείο. Οι βάρκες με πανί λατίνι κάναν τη συγκοινωνία με την απέναντι ακτή της Κόστας (συλλογή Νίκου Τσαπάρα) Παράλληλα, αλλάζει η κοινωνία. Παρακμάζει η ναυτιλία κι αυτό αποτυπώνεται στη σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου. Εκεί όπου επικρατούσαν οι καραβοκύρηδες – Μέξης, Μπότασης, Χατζηανάργυρος – αρχίζουν να φαίνονται ονόματα στεριανών εμπόρων: Λεκός, Δασκαλάκης, Τσουλουχόπουλος. Το πολύπαθο κτίριο της Καγκελαρίας χρησίμευσε ως Δημαρχείο μέχρι την Κατοχή, οπότε εγκαταστάθηκε στον πάνω όροφο το Λιμεναρχείο και στο ισόγειο καφενείο και κουρείο. Ο δρόμος που περνά μπροστά του, κάθετος προς τη θάλασσα, οδηγεί ψηλά στο Καστέλλι, την παλαιά πόλη των Σπετσών. Από αυτόν περνούν αναγκαστικά όλα τα φορτηγά που πάνε από τη μια πλευρά της πόλης στην άλλη, διότι δεν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος. Όταν βρέχει, κατεβάζει όλο το νερό απο το Καστέλλι και γίνεται αδιάβατο ποτάμι. Προς τα αριστερά του δρόμου, η περιοχή οδηγεί στον Άγιο Μάμα. Ας την εξερευνήσουμε πρώτη, αφήνοντας την Ντάπια για μετά. Ψαραγορά Η ψαραγορά (1/3) είναι μια μικρή πλατεία με πέντε μαρμάρινους πάγκους. Τα καϊκια ξεφορτώνουν στο μόλο – οι τράτες το απόγευμα, τα δίχτυα και οι παραγαδιάρηδες το πρωί. Στοιβάζουν τα τελάρα με τα ψάρια στα δίτροχα καρότσια και τα φέρνουν στην αγορά. Γι’αυτό, ο μερακλής φαγάς πρέπει να ξέρει τις ώρες. Το καλοκαίρι με την μεγάλη ζήτηση, “αν πας χύμα ν’αγοράσεις και δεν έχουμε πιάσει πολλά, θα βρεις μόνο δεύτερα και τρίτα”, εξηγεί ο Παναγιώτης Γ. Σύρμας. Διευκρινίζει: “Δεύτερα και τρίτα είναι τα μαυρόψαρα όπως το σκαθάρι, αλλά και οι γόπες, η μαρίδα, οι κολιοί και γενικά τα αφρόψαρα που είναι και τα πιο υγιεινά. Τα πρώτα, οι συναγρίδες, σφυρίδες, ροφοί, φαγκριά μπαρμπούνια και λιθρίνια – πάνε στα εστιατόρια και στους τακτικούς πελάτες”. (Αυτό γράφτηκε το 2004. Το 2010 απαγόρεψαν τις τράτες). Απέναντι από τη ψαραγορά, ανεβαίνουμε το καλυμμένο ρέμα και βγαίνουμε στην πλατεία του ρολογιού. Πλατεία Ρολογιού Το ρολόι, στο βάθος δεξιά της αγοράς (1/4) χτίστηκε το 1915, όπως δηλώνει και η επιγραφή, από τον Ιωάννη Γ. Λεωνίδα, του οποίου θα δούμε το σπίτι πιο κάτω. Πρώην βουλευτής και υπουργός Ναυτικών, φιλοδοξούσε να είναι οι συμπολίτες του πάντα στην ώρα. Εδώ ήταν παλιά η κεντρική αγορά, προστατευμένη το χειμώνα από το βοριά. Πριν την εποχή του τουρισμού, εδώ δεν υπήρχαν ξενοδοχεία και εστιατόρια, αλλά εμπορικά, βιοτεχνίες και ταβέρνες για τις ανάγκες των ντόπιων. Εδώ έβρισκες αλεύρια, δημητριακά, ελιές και κάθε άλλο τρόφιμο, οικοδομικά υλικά, εργαλεία, οικιακά σκεύη, υφάσματα, ποτά, καθώς και την παραγωγή του σιδερά, του ξυλουργού και του αγγειοπλάστη. Σε πολλά εμπορεύματα υπήρχε δημοτικός φόρος. Το 1860 το Δημοτικό Συμβούλιο εξετάζει την “αναφορά τριάκοντα τεσσάρων ενταύθα μεταπρατεμπόρων” που ζητούν “τροποποίησιν της φορολογικής διατιμήσεως και ελάττωσιν του εμμέσου δημοτικού φόρου επί του σαπουνίου, του θυμιάματος, του σιδήρου, των σχοινίων, καρφιών, σταπετσίου, κομμίου κλπ” (σταπέτσι ή στουμπέτσι είναι η άσπρη σκόνη για να βάφουν τα λευκά παπούτσια που ήταν της μόδας, καθώς και τις μεταγενέστερες πάνινες αθλητικές “Ελβιέλες”, ενώ το κόμμι είναι η γόμα που εκκρίνουν τα δέντρα). Ο Δήμος είχε κι άλλα έσοδα από τη χρήση του δημοτικού στατήρα (δηλαδή ζυγαριάς) και του δημοτικού κοιλού (το κοιλό ήταν ένα πανέρι που μετρά τον όγκο του σταριού, όχι το βάρος, και αντιστοιχεί σε περίπου 26 κιλά). Με το Δημοτικό στατήρα και το κοιλό, οι συναλλασσόμενοι ήταν σίγουροι πως κανείς δεν ζημιωνόταν. Ακόμα σώζεται ένα μαγαζί εκείνης της εποχής, στο πόδι του ρολογιού. Το ταβάνι του στηρίζεται σ’ένα παλιό κατάρτι μεγάλου πλοίου. Πάνω σ’αυτό είναι οι τράβες (τα δοκάρια που πάνε από τη μια άκρη στην άλλη) κι από πάνω οι σχίζες από βένιο, δηλαδή κλαριά ενός θάμνου με τόσο σκληρό ξύλο, που ούτε πρόκα δε μπαίνει. Πρόκειται για το γωνιακό κατάστημα που πουλάει διάφορα είδη από καρφίτσες μέχρι παπλώματα. (1/5) Αρκετά μεταγενέστερο, του 1915, είναι το πολυκατάστημα στο βάθος αριστερά της πλατείας (1/6) με τη χαρακτηριστική μαρκίζα και αναλλοίωτο το εσωτερικό του με τις παλιές ξύλινες βιτρίνες και την κουπαστή στον ημιώροφο. Είχε τόσο μεγάλη ποικιλία που ερχόντουσαν από το απέναντι Κρανίδι για να ετοιμάσουν βαφτίσια, γάμους, ακόμα και κηδείες· οι κάσες ήταν στο παλιό κτίσμα δεξιά από το γεφύρι, που είναι τώρα μαγαζί. Βιοτεχνία, ταβέρνα, μπουτίκ, μπαρ· αύριο τι; Υπήρχαν 7-8 ταβέρνες στην περιοχή της ψαραγοράς. Μια από αυτές, της Βάγιας, στο δρομάκι προς την Καγκελαρία, είναι τώρα το μπαρ “Σώκρατες” (1/7) του εγγονού της, του Γιάννη Σγόντζου. Αρχικά το μαγαζί ήταν εργαστήρι, έβγαζε οινόπνευμα και ποτά. Ο παππούς του το αγόρασε 5 χρυσές λίρες, εξηγεί ο Γιάννης: “Πουλήσαν ένα δίχτυ και πήραν το μαγαζί. Το έδωσε προίκα στην μάνα μου. Το σπίτι από πάνω. Τα βαρέλια ήταν εκεί όπου τώρα έχω το μπαρ, μια σειρά πάνω και μια χάμω. Η κουζίνα πιο αριστερά, στη φουφού. Πρώτα κάρβουνα, μετά γκαζιέρα, μετά πετρογκάζ. Είχαμε 14 τραπέζια. Εξω προς την θάλασσα ήταν η αυλή.” Όλα άλλαξαν στο εσωτερικό του μαγαζιού, εκτός από τα βαριά παράθυρα και το πέτρινο πάτωμα. Η αδελφή της μητέρας του, η κυρία Δέσποινα, διηγείται πως ήταν η ταβέρνα. “Η μάνα μου η κυρά Βάγια, γιαγιά του Γιάννη, έμεινε χήρα από 36 χρονών. Δούλευε μέχρι τα 70 της. Εμείς τα δυο κοριτσάκια – η μάνα του Γιάννη και εγώ – κάναμε τα γκαρσόνια. Όταν ήμασταν κουρασμένες ξαπλώναμε στους μπάγκους και μας έπαιρνε ο ύπνος. Βγάζανε τα σακάκια τους και μας σκεπάζαν. Ο κόσμος τότε δεν είχε πονηριές. Τώρα δε μιλάς και είσαι φαντασμένη, μιλάς και είσαι … μη λέμε. Ερχόντουσαν οι τρατάρηδες, φέρναν ψαράκια και λέγαν ψήσε τα να πιούμε ένα κατοσταράκι να πάμε σπίτι. Κάθε Σάββατο ερχόταν το βιολί και το λαούτο και χορεύαν οι χτίστες και οι ψαράδες. Μετά πήραμε πικάπ, μετά μαγνητόφωνο.” Το 1979 άρχισε για καλά ο τουρισμός στις Σπέτσες και η ταβέρνα γίνεται μπουτίκ της Μάρας Μαρτίνη. Το 1982 ο Γιάννης απολύεται από το Στρατό και κυττά τι ζητούσαν οι άγγλοι τουρίστες. Αυτοσχεδιάζει: “Άνοιξα το μαγαζί ως μπαρ χωρίς να ξέρω εγγλέζικα και χωρίς να ξέρω να φτιάχνω κοκτέϊλ. Πήρα ένα βοηθό και έμαθα από αυτόν.” Δώδεκα Μαγαζιά και δρόμος προς Υπαπαντή Από την ψαραγορά και την πλατεία του ρολογιού, ο εσωτερικός δρόμος προχωρά παράλληλα με την παραλία, προς την περιοχή που λέγεται Δώδεκα Μαγαζιά, από τα 12 μαγαζιά που ήταν στη σειρά μέχρι το περίπτερο. Πάνω στο δρόμο, στο δεξί μας χέρι, είναι μια μικρή υπερυψωμένη πλατεία, με δυό εντυπωσιακά κτίρια. (1/8) Οικίες Δεδετσίνα και Λεωνίδα. Τα σκαλάκια στα αριστερά οδηγούν στην Υπαπαντή (φώτο Γεώργιος Μυτιληναίος) Το ιδιόρρυθμο σπίτι, αριστερά, με τις κλιμακωτές βεράντες, έχτισε μόνος του ένας πολυτάλαντος άνθρωπος του μεσοπολέμου, ο Ανδρέας Δεδετσίνας ή Κατσανός. Ήταν μουσικός, κατασκευαστής βιολιών και επισκευαστής ρολογιών· αλλά προπαντός ήταν ταχυδακτυλουργός και “μάγος”, με τουρνέ στις Ινδίες και την Αίγυπτο. Τα κόλπα του στις Σπέτσες, έτσι που τα διηγούνται, δείχνουν έναν πρακτικό σουρεαλιστή: “Είχε υπνωτίσει όσους ήταν στην Καποδιστριακή, κι όταν ξύπνησαν ήταν όλοι μπερδεμένοι: η αίθουσα είχε γεμίσει σταφύλια. Στο κουρείο, αφού ο Κουρούκας τέλειωσε να ξυρίζει την δεύτερη πλευρά, στην πρώτη είχαν ξαναβγεί τα γένια. Φύτρωναν λουλούδια στα κεφάλια των ανθρώπων. Έκανε κι άλλα πιο τολμηρά· οι γυναίκες λιποθυμούσαν.” Το νεοκλασικό δεξιά είναι της οικογένειας Λεωνίδα, με τις προτομές των προγόνων στην είσοδο. Οι Λεωνίδα είναι οι ιδιοκτήτες της Σπετσοπούλας, του γειτονικού νησιού που πήρε ο Νίαρχος με ενοικιαστήριο 99 ετών. Στην Επανάσταση το σόι ονομαζόταν Λάμπρου, αλλά όλοι τους ξέραν με το όνομα του πλοίου τους, το “Λεωνίδας” – οι Σπετσιώτες τότε δίναν αρχαία ονόματα στα πλοία τους. Το ίδιο έγινε και μ’ένα άλλο πλοίο, το “Διομήδης”, που έμεινε ως όνομα της οικογένειας Κυριακού. Σ’αυτό το κτίριο στεγάστηκε το 1926 το πρώτο καζίνο των Σπετσών, με απόφαση του πρωθυπουργού Θεόδωρου Πάγκαλου “περί ιδρύσεως λεσχών τυχηρών παιγνίων εν λουτροπόλεσι Λουτρακίου, Αιδηψού και Σπετσών”. Πέφτει όμως ο Πάγκαλος, οι Σπέτσες παύουν να θεωρούνται λουτρόπολη και το καζίνο χάνει την άδεια λειτουργίας του. Ο δρόμος στην αριστερή άκρη αυτής της πλατείας, (1/9) οδηγεί στην εκκλησία της Υπαπαντής. Περνά μπροστά από την οικία Κούτση, ένα αρχοντικό σε σχήμα “Γ” που χτίστηκε το 1818. Οι Κουτσαίοι, με γενάρχη τον Ιωάννη Γ. Κούτση και τους γιούς του Χριστόδουλο και Γεώργιο, ήταν από τις μεγαλύτερες ναυτικές οικογένειες των Σπετσών. Είναι από τους λίγους που, αφού διέπρεψαν στο εμπόριο μεταξύ Μαύρης Θάλασσας και δυτικής Ευρώπης, κατάφεραν να συνεχίσουν με φορτηγά ατμόπλοια. Σήμερα σώζονται τρία από τα αρχοντικά τους: αυτό εδώ της Υπαπαντής, ένα μετά τον Άγιο Μάμα, πάνω στην παραλία, και ένα κάτω από τη μητρόπολη του Αγίου Νικολάου. Άγιος Μάμας Συνεχίζοντας το δρόμο προς τον Άγιο Μάμα, συναντάμε δεξιά το πιο παλιό κτίριο της περιοχής, που χτίστηκε πριν την Επανάσταση. (1/10) Ξεχωρίζει διότι είναι το μόνο με υπερυψωμένη την είσοδο, και στεγάζει δυό μαγαζιά, ένα παλαιοπωλείο και μια ταβέρνα. Έχουν χτιστεί με την παλιά μέθοδο της καμάρας για αποθήκες. Αυτό σημαίνει πως άλλοτε η ακρογιαλιά έφτανε μέχρι εκεί πάνω, σχηματίζοντας έναν μεγάλο ανοιχτό χώρο. Εδώ που καθόμαστε στα τραπεζάκια, οι βάρκες ξεφορτώναν τους πρόσφυγες που φτάναν στις Σπέτσες, ώσπου να βρεθεί μια στέγη. Το 1822 και μετά, καταφτάνουν πρόσφυγες από την Χίο, το Αϊβαλί και την Πελοπόννησο. Το 1867, κατακαλόκαιρο, έχουμε την άφιξη 600 “προσφύγων εκ Κρήτης φυγόντων την μάχαιραν του εχθρού και ζητούντων προστασίαν και περίθαλψιν”. Το 1922-23 είναι η σειρά εκατοντάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Οι πιο πολλοί θα συνεχίσουν προς τον Πειραιά και τη Νέα Ιωνία. Στις Σπέτσες παραμένουν λίγες οικογένειες και με τα χρόνια ιδρύουν νέες επιχειρήσεις: κουρεία, τσαγκαράδικα, υφαντά, χαλιά ανατολής καθώς και τον πρώτο κινηματογράφο. Το πιο παλιό κτίριο της περιοχής είναι χτισμένο με καμάρες. Μπροστά στο ζαχαροπλαστείο “Κλήμη” ήταν ένας μικρός μόλος όπου ένας Σπετσιώτης σκοτώθηκε από υπερβολικό ζήλο. Ο Νικόλαος Αμπλάς είχε ένα κανονάκι και το βαρούσε σε κάθε επίσημο συμβάν. Κάποια φορά ο Καραμανλής φέρνει στις Σπέτσες τον τούρκο πρωθυπουργό Μεντερές. Για να τους κουφάνει ο Αμπλάς βάζει περισσότερη γόμωση αλλά σκάει το κανονάκι και τον σκοτώνει. Ο απόγονος της Μπουμπουλίνας, Φίλιππος Δεμερτζής-Μπούμπουλης, αφηγείται πως ο Αμπλάς ήταν από τα πρωτοπαλήκαρα των Μπουμπουλαίων, που κινδύνευαν να χάσουν σε κάποιες εκλογές από τους Φιλελευθέρους. Οπότε, σε συνεννόηση με τον Αστυνόμο, συμφωνούν να βάλει ο Αμπλάς δυναμίτη στην αυλή ενός δικού τους ανθρώπου, αυτό που λέμε σήμερα προβοκάτσια. Έτσι θα το ρίχναν στους άλλους και θα τους χώναν μέσα, ημέρα εκλογών, για να μη ψηφίσουν. Όμως ο Αμπλάς είχε διαφορές με το υποψήφιο θύμα· βάζει περισσότερο δυναμίτη και του διαλύει το σπίτι.[...] Δείτε όλη την ξενάγηση, ενα εξαιρετικό κείμενο του Πέτρου Χαριτάτου, εδώ:http://spetsesdiadromes.wordpress.com/town/1dapia/

Διαβάστε επίσης

Σπέτσες: The Art Shop - Gallery ΑκρόπρωροΣΠΕΤΣΕΣ

Την Παρασκευή 1η Ιουλίου η Gallery Akropropo στο Παλαιό Λιμάνι των Σπετσών θα ανοίξει την καλοκαιρινή της περίοδο φιλοξενώντας μικροαντικείμενα τέχνης σε μια έκθεση με τίτλο:The Ar...

Σπέτσες:Εκθέσεις στο ΑκρόπρωροΣΠΕΤΣΕΣ

Τρείς εκθέσεις αναγγέλλει η γκαλερί Ακρόπρωρο στο Παλιό Λιμάνι, με αποκορύφωμα της Ναταλίας Μελά τον Αύγουστο. Συγκεκριμένα:«Η Spetses Gallery Ακρόπρωρο ανανεωμένη και με νέα διάθε...

Το Νέο Κύμα δίπλα στο κύμα…ΣΠΕΤΣΕΣ

Πάμε στο «Καρνάγιο», την καμάρα ενός ιστορικού κτιρίου των Σπετσών, που μετατράπηκε τη δεκαετία του ’60 σε αυτοσχέδια μπουάτ, να…ακούσουμε Γιώργο Ζωγράφο, Κώστα Χατζή και Ζορζ Μουσ...