Οι προεδρικές εκλογές της επόμενης χρονιάς στις Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι «οι πιο σημαντικές σε έναν αιώνα, ίσως και σε δύο». Όχι μόνο για την Αμερική, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο. Ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να είναι το υπερ-φαβορί, παρά τις πολλές νομικές διαδικασίες εναντίον του.

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Κολοράντο που δεν επιτρέπει την υποψηφιότητα Τραμπ είναι ένα γεγονός, αλλά δεν αποτελεί ορόσημο, καθώς βρίσκεται σε αναμονή η έφεση μέχρι τις 4 Ιανουαρίου. Ο Τραμπ δεν έχει στρατηγική ή πολιτική πλατφόρμα, αλλά παραμένει δύσκολο να τον ανταγωνιστεί ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν.

Η δύναμή του Τραμπ βρίσκεται επίσης στις αδυναμίες του Μπάιντεν. Το πρώτο είναι η ηλικία: ο απερχόμενος πρόεδρος θα είναι 82 ετών στις επόμενες εκλογές. Και τώρα κλείνει τη χρονιά με τα χειρότερα ποσοστά δημοτικότητας που έχει καταγράψει ποτέ ένας πρόεδρος των ΗΠΑ στη σύγχρονη εποχή.

Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Gallup, μόνο το 39% των Αμερικανών εγκρίνει τις πράξεις του. Κανένας από τους προκατόχους του δεν τα πήγε χειρότερα. Ο Ντόναλντ Τραμπ τελείωσε το έτος πριν από τις εκλογές με δημοτικότητα στο 45%.

Ο Μπαράκ Ομπάμα το 2011, πριν επανεκλεγεί, είχε 43%. Ακόμη και ο αδύναμος και χλευασμένος Τζίμι Κάρτερ το 1979, πριν χάσει από τον Ρόναλντ Ρίγκαν, είχε καλύτερο δείκτη δημοτικότητας: 54%.

Ο Μπάιντεν τα πάει χειρότερα απ’ όλους και κινδυνεύει να χάσει στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Ο πιθανότερος αντίπαλός του, ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι μπροστά του σε όλες τις δημοσκοπήσεις.

Είχε τον δεύτερο ρόλο

Ο Μπάιντεν δεν είναι δημοφιλής σήμερα, αλλά δεν ήταν και ποτέ πραγματικά δημοφιλής πολιτικός. Επαιζε πάντα τον δεύτερο ρόλο, δεν ήταν πρωταγωνιστής.

Άνθρωπος του κατεστημένου, όχι χαρισματικός και οραματιστής πολιτικός, αυτό που μετρούσε στον Μπάιντεν ήταν η αξιοπιστία του, η ικανότητά του να τοποθετείται στο κέντρο του δημοκρατικού φάσματος. Οι παγιωμένες σχέσεις του με μεγάλους χρηματοδότες και μια αφροαμερικανική βάση τον έβαλαν ξανά στο παιχνίδι ως λογική επιλογή. Μετά από τέσσερα χρόνια Τραμπ, η Αμερική είδε στον Μπάιντεν έναν άνθρωπο ικανό να αποκαταστήσει κάποια εσωτερική ειρήνη και ισορροπία. Ωστόσο, δεν ήταν επιλογή καρδιάς και πάθους. Ήταν μια επιλογή που τροφοδοτήθηκε από την κούραση και το άγχος για το μέλλον. Έτσι, όταν σήμερα κάποιοι λένε ότι ο Τζο Μπάιντεν δεν είναι «δημοφιλής», ξεχνούν να πουν ότι δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά «δημοφιλής» πολιτικός.  Φυσικά, για 36 χρόνια ήταν γερουσιαστής από το Ντέλαγουερ, τη δεύτερη μικρότερη Πολιτεία των ΗΠΑ.

Η προεδρική του εκστρατεία το 1988 τελείωσε άδοξα κάτω από ένα μπαράζ κατηγοριών για λογοκλοπή. Η άλλη προεδρική εκστρατεία, το 2008, ολοκληρώθηκε σχεδόν αμέσως, μετά από την πέμπτη θέση που πήρε στις προκριματικές της Αϊόβα. Λίγοι το θυμούνται σήμερα, αλλά ο Μπαράκ Ομπάμα επέλεξε τον Τζο Μπάιντεν ως αντιπρόεδρό του ακριβώς λόγω του όχι ιδιαίτερα συναρπαστικού προφίλ του. Ο Μπάιντεν, ένας γερουσιαστής που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να επισκιάσει τον τότε, νέο πρόεδρο Ομπάμα, που το ήξερε και γι’ αυτό τον επέλεξε.

Έξαλλος με τους συνεργάτες του

Ανησυχώντας για μια πτώση που φαίνεται ασταμάτητη, έξαλλος με όσα δεν κάνουν οι συνεργάτες του, ο Μπάιντεν συγκέντρωσε την εκλογική του ομάδα στον Λευκό Οίκο στις 18 Δεκεμβρίου, όπως αποκάλυψε η Washington Post. Όσοι συμμετείχαν στη συνάντηση αφηγούνται την οργή και την έκπληξη του Μπάιντεν, που αδυνατεί να καταλάβει πώς οι αυξανόμενοι αριθμοί της οικονομίας δεν δίνουν εξίσου ισχυρή ώθηση στη δημοτικότητά του.

Συχνά ειπώθηκε στο παρελθόν ότι ήταν ο πληθωρισμός που ανησυχούσε τους Αμερικανούς. Όμως ο πληθωρισμός είναι τώρα κάτω από το 3%. Η αγορά εργασίας ανθεί και, μόνο τον Νοέμβριο, η οικονομία των ΗΠΑ δημιούργησε σχεδόν 200.000 νέες θέσεις εργασίας. Η έκτακτη ανάγκη του Covid έχει ξεπεραστεί, κανείς δεν θυμάται πια την κακή εντύπωση της αποχώρησης από το Αφγανιστάν .

Το ίδιο αίσθημα αδυναμίας εξαπλώνεται και τις τελευταίες εβδομάδες σχετικά με τον πόλεμο στη Γάζα. Από τη μία πλευρά, ο Μπάιντεν συνέχισε να επιβεβαιώνει ότι υποστηρίζει τη στρατιωτική επιχείρηση του Ισραήλ. Από την άλλη, οι αριθμοί της σφαγής Παλαιστινίων αμάχων και η διεθνής αγανάκτηση, ανάγκασαν την Αμερικανική  διοίκηση να ασκήσει πίεση, σχεδόν πάντα μέσω ιδιωτικών διπλωματικών οδών, στην ισραηλινή κυβέρνηση. Αυτό δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, δίνοντας στην Αμερική και στον κόσμο μια εντύπωση αναποτελεσματικότητας και αβεβαιότητας. Σύμφωνα με δημοσκόπηση των New York Times , το 57% των Αμερικανών αποδοκιμάζει τη δράση του Μπάιντεν στη Γάζα. Το 46% πιστεύει ότι ο Τραμπ θα έκανε καλύτερη δουλειά.

Τι φταίει;

Λέγεται συχνά ότι ο Μπάιντεν είναι πολύ μεγάλος και ότι η ηλικία θα αποτελέσει σημαντικό μειονέκτημα για την επανεκλογή του. Η ηλικία είναι σίγουρα ένα σημαντικό στοιχείο, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κύριος αντίπαλός του,  ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι 77 ετών και ότι όλη η αμερικανική πολιτική τα τελευταία χρόνια έχει βιώσει έλλειψη αλλαγής γενιάς. Περισσότερο από την ηλικία, λοιπόν, αυτό που έχει δυσαρεστήσει τους Αμερικανούς είναι η αμφιταλαντευόμενη στάση του Μπάιντεν, η ασάφεια και η αβεβαιότητα που τελικά έδωσε την εντύπωση ενός αδύναμου προέδρου, χωρίς στρατηγική και μάλιστα «ηλικιωμένου».

Στην πραγματικότητα, η κυβέρνησή του έχει επιβεβαιώσει σχεδόν όλα όσα έκανε η προηγούμενη διοίκηση Τραμπ. Και  τώρα, για να αποσπάσει το ναι των Ρεπουμπλικανών για χρηματοδότηση για τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Μπάιντεν συζητά τον  επαναπατρισμό των μεταναστών, τη μόνιμη εισαγωγή περιορισμών που αποφασίστηκε την εποχή της πανδημίας και την αυστηροποίηση των κριτηρίων για την απόκτηση ασύλου.

Με τη στάση αυτή όμως ο Μπαίντεν δεν έχει κερδίσει τη συμπάθεια των Ρεπουμπλικανών, που συνεχίζουν να τον θεωρούν πολύ αδύναμο σε θέματα μετανάστευσης, και τελικά έχει αποξενωθεί  από την υποστήριξη πολλών προοδευτικών πολιτών και των μειονοτήτων. Ο Μπάιντεν απέτυχε επίσης  να εφαρμόσει σχέδια για ακύρωση του φοιτητικού χρέους, το οποίο είναι θηλιά  για πολλούς νέους.

Διχασμένη Αμερική

Ωστόσο, υπάρχει ένα σημαντικό στοιχείο που ίσως εξηγεί την έλλειψη δημοτικότητας με την οποία ο Μπάιντεν τελειώνει το 2023. Δεν έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του, με την πολιτική του προσωπικότητα, με τη δράση του στον Λευκό Οίκο. Έχει να κάνει μάλλον με την Αμερική, με μια χώρα που τα τελευταία χρόνια φαίνεται να είναι ολοένα και πιο διχασμένη, ανίκανη να θέσει κοινούς στόχους και να συσπειρωθεί γύρω από κοινές αξίες.

Πρόκειται για μια μακρά διαδικασία, η οποία διαμορφώθηκε στα χρόνια του Μπιλ Κλίντον, ενισχύθηκε κατά τις προεδρίες του Τζορτζ Μπους και του Μπαράκ Ομπάμα και εξερράγη βίαια στα χρόνια του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Μπάιντεν έθεσε υποψηφιότητα για τον Λευκό Οίκο με την υπόσχεση «να φέρει την ειρήνη στην Αμερική», λέγοντας πώς «δεν υπάρχουν δύο Αμερικές, αλλά μία». Η υπόσχεση σύντομα έσβησε. Η πανδημία τελείωσε, ο πληθωρισμός μειώθηκε, αλλά ο Μπάιντεν δεν έχει βρει απαντήσεις στο αίσθημα φόβου και απόγνωσης που πνέει πάνω από τη χώρα και τον λαό της εδώ και χρόνια.

Αυτή η αποτυχία τροφοδοτεί μια υπόθεση ανείπωτη μέχρι πριν λίγο καιρό: Να μην είναι τελικά ο Τζο Μπάιντεν υποψήφιος των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές του 2024.Αλλά τότε, ποιος; Υπάρχει άραγε Δημοκρατικός, ικανός να νικήσει τον Τραμπ ή άλλον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο; Φαντάζει αδύνατον…