Καράβια ξύλινα και λόγια θαλασσινά
Παραδοσιακό και κλασικό ψαροχώρι της Αργολίδας, η Κοιλάδα έχει γράψει ιστορία με τις ψαροπούλες και τα καϊκια της.
Γράφει ο Γιάννης Μητσόπουλος
Λέει κάπου αυτός ο Μίμης Μπασιμακόπουλος από την Κοιλάδα: «Τα κοιλαδιώτικα καΐκια είναι όπως τα ιταλικά ρούχα. Πιο κομψά!... Ερχότανε ένα σκάφος που λες, και εκεί που καθόμουνα και το χάζευα, λέω ''ωραίο σκαρί αυτό''. Ήτανε μέσα δυο αδέρφια, κι όπως ζυγώνανε στον μόλο, δεν πρόσεξε να πούμε αυτός, και μπαπ το βροντάει στο τσιμέντο. Λέει ο ένας στον αδερφό του ''σιγά, ρε, πρόσεχε, θα σπάσουμε το κακι'' και, όπως πηδάει έξω, σπρώχνει πίσω το καΐκι. Οπότε του λέει ο άλλος από μέσα ''δεν παθαίνει τίποτα, ρε, αυτό, είναι κοιλαδιώτικό''.
Τρανεύω ‘γώ και πετάγομαι πάνω».
[caption id="attachment_26266" align="alignnone" width="628"] Η τσέτα ήταν βάρκα της κομπανίας, που την έσερνε η ψαροπούλα. Αυτή είναι από γρι-γρι με πυροφάνι.[/caption]
Η τσέτα και οι… «απαγορευμένες ουσίες»
Λέει κι ένας Γιάννης Φασιλής: «Τσέτα τη λέγαμε, επειδή ήτανε πολλά καΐκια παρέα, μια κομπανία που λένε στην καθαρεύουσα. Τσέτα
ήταν αρβανίτικη και τούρκικη λέξη». Και συμπληρώνει ο Μιχάλης Φλωρής: «Είχαμε δυο τσέτες και εβάζανε τα δίχτυα, τ' ακουμπούσανε στην ξηρά, και είχαμε τις δελφινάρες, όπως ονομάζονται, μάρμαρο δηλαδή άσπρο με μια τρύπα και δεμένο με σκοινί, και τις ρίχνανε δέκα βάρκες στη γραμμή, και κουνάγανε τη δελφινάρα, και πηγαίνανε τα ψάρια σα πρόβατα.
Και είχε μια άλλη βάρκα με τα δίχτυα και, μόλις πήγαιναν τα ψάρια, τα κλείνανε μ’ αυτά». Και ο Ανδριανός Γκιώνης λέει: «Αυτός ο τρόπος ψαρέματος λέγεται δέματα, δηλαδή δένεις το ψάρι και το πας μέσα ‘κεί πέρα… Χλώριο είχαμε. Το απαγορεύανε αυτό και δεν είναι τίποτα, μια ενόχληση κάνει. Το βάζαμε σε ένα τσουβάλι και το κουνάγαμε, γινόταν μια θολούρα.
[caption id="attachment_26267" align="alignnone" width="628"] Υδραίικο σκαρί, που έπαιζε και τον ρόλο της τσέτας.[/caption]
Παλιά ήταν ο φλόμος. Ο φλόμος κλαρί ήτανε, το κόβαμε δεματάκι και το βάζαμε στις τρύπες. Βάσανο μεγάλο να κόβεις φλόμο στο βουνό και στα βράχια, εδώ στην Ψηλή πηγαίναμε, Πλατιά, τα βράχια του Αναπλιού… Δεν μυρίζει τίποτα, κολλάει λίγο… Το βάζαμε στη βάρκα, γιομίζαμε την πρύμη για όλη τη βδομάδα… Είναι πατωτά αυτά τα ψάρια, δεν είναι στον αφρό. Πιάναμε και τρακόσα, πεντακόσα κιλά μελανούρια, συναγρίδες και φαγκρόπουλα, σαργούς, απ’ όλα».
[caption id="attachment_26268" align="alignnone" width="628"] Ψάρεμα μοναχικό, που άλλοτε γεμίζει το πιάτο του ψαρά κι άλλοτε δεν δίνει ψαράκι ούτε στη γάτα.[/caption]
Τα... γρι-γριά
Και να πώς τα λέει ο Γιάννης Ρούσσης: «Πάντα οι Κοιλαδιώτες ήτανε γρι-γριτζήδες, γιατί ήτανε καλοί στο γρι-γρι. Το γρι-γρι είναι κυκλικό. Υπάρχει της νυχτός με τα φώτα και της ημέρας που δουλεύει συνήθως τα τονοειδή, την παλαμίδα που λέμε. Το γρι-γρι νυχτός έχει τις λάμπες.
Παλιά είχε βαρκάκια, τώρα έχει τα ρομπότ. Παλιά στα βαρκάκια έμπαινε άνθρωπος μέσα».
Κι ο Φασιλής ο Βασίλης λέει: «Καλάρεις γύρω-γύρω, κι εκεί είναι που τα βλέπεις να πετάνε στο φως. Η φρίσσα είναι ένα ψάρι που πηδάει 2-3 οργιές πάνω από το νερό, κι είναι πολλή. Το δίχτυ όταν είναι να το μαζέψεις, παίρνει δρόμο η φρίσσα, δηλαδή πηδάει. Φανταστικό σού λέω».
[caption id="attachment_26269" align="alignnone" width="628"] Η ζωή της οικογένειας των ψαράδων ήταν δεμένη με τα καϊκια τους και τις ψαροπούλες.[/caption]
Για τα ίδιο ο Μανώλης Στάπας αναφέρει: «Τη νύχτα τις παλαμίδες τις έπιαναν με σκοτάδι και έλεγαν ''πάμε γιακαμό''. Ανέβαινε ένας στο άλμπουρο του γρι-γριού, στην κοφινιέρα, και τα νερά φωσφορίζουνε… Έλεγε του καπετάνιου ''έλα δεξιά, έλα αριστερά, μόλα'', δηλαδή αυτός διεύθυνε πώς θα καλάρει».
[caption id="attachment_26270" align="alignnone" width="628"] Το τρεχαντήρι είναι για το ελληνικό κύμα και αντέχει μέχρι και 8-9 μπωφόρια, λένε οι ψαράδες.[/caption]
Του ψαρά το πιάτο…
Και σου λέει αυτός ο Στάπας ο Μανώλης: «Είχαμε πάει τότε –δύσκολα χρόνια και φτώχεια– οι φίλοι μου, μαζί μεγαλώσαμε, από ένα βυζί γάλα ήπιαμε… Ήμαστε αδέρφια οι Φασιλήδες, τα περισσότερα αδέρφια, μέσα κι εγώ. Κάναμε ζημιά, καλάραμε το βράδυ γιακαμό και πιάστηκε το δίχτυ και σκίστηκε…
[caption id="attachment_26271" align="alignnone" width="628"] Τα δίχτυα παλιά ήταν βαμβακερά και η φτώχεια τόσο μεγάλη που δεν είχαν νήμα να τα μπαλώσουν.[/caption]
Δεν είχαμε νήμα να το μπουρλιάρουμε, για να ξανακαλάρουμε, γιατί βράζαν τα ψάρια κι έλεγε ο πατέρας τους, Μανώλης Φασιλής: ''Παναγιά μου, Χριστέ μου, κάνε με κουβάρι νήμα για να μπαλώσουμε τα δίχτυα''».
Κι ο Κούλης Ηλιού λέει κι αυτός: «Προ ημερών είχα πάει στο νησί, την Ψηλή, κι είχα ρίξει δίχτυα και πήρα δεκαοχτώ κιλά μελανούρια
ωραία, 4 κιλά σκορπίνες μεγάλες και κάτι ποντίκια, αν ξέρεις, ωραίο ψάρι, και ένα ροφό, τρία κιλά σχεδόν, και μετά δεκαπέντε μέρες, πήγα προχτές και δεν πήρα ένα ψαράκι για τη γάτα!».