Οι Μικρασιάτες του Πόρου και ο μοναδικός εν ζωή πρόσφυγας του νησιού
«Η μάνα μου με γέννησε το 1922, ανήμερα του Ευαγγελισμού. Λίγες μέρες μετά έγινε ο ξεριζωμός». Ο μοναδικός εν ζωή Μικρασιάτης πρόσφυγας στον Πόρο αφηγείται τον ξεριζωμό.
Γράφει ο Μπάμπης Κανατσίδης
Ο Μιχάλης Χατζηπέρος γιόρτασε την 25η Μαρτίου τα 100 του χρόνια. Ξεριζώθηκε από τα Βουρλά στις φασκιές. Πρόσφυγας από κούνια. Ο μοναδικός εν ζωή. Μια ιστορία ζωής από αυτές που βλέπεις στο σινεμά και σφίγγεται η ψυχή σου. Μια ιστορία, όπως στο σινεμά, με happy end.
«Η μάνα μου δεν έπαψε ποτέ να μας μιλάει για την Καταστροφή. Και κάπου-κάπου μας τραγούδαγε ένα από τα τραγούδια που με νοσταλγία είχαν σκαρώσει οι πρόσφυγες: “Ωχ! Αμάν Σμύρνη και Βουρλά!/ Ωχ! Σκοτείνιασ’ όλος ο ντουνιάς./ Αχ! Σμύρνη μας η φωτιά που σ’ έκαψε/ στα στήθη μας, αχ! Ποτέ δεν έσβησε”».
Ήταν 3 μηνών ο κυρ Μιχάλης, όταν ξεκίνησε από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας η μεγάλη περιπέτεια για την επταμελή οικογένειά του. Οι γονείς του, τρία κορίτσια και δύο αγόρια. «Κι αρχίζει η προσφυγιά χωρίς φαγητό, ούτε καν νερό. Και προχωράμε προς την παραλία, μπας και βρούμε κάποιο μέσο, να χωθούμε κι εμείς μέσα, να μας μπαρκάρει για την Ελλάδα. Φύγαμε με τα ρούχα που φορούσαμε. Και με αυτά τα ρούχα περιφερόμασταν για δύο μήνες. Τους πρόσφυγες δεν τους λογάριαζε κανένας. Πού θα πηγαίναμε τώρα; Πού θα μας έβγαζε ο διωγμός; Πού θα μας έσπρωχνε η μοίρα και πού θα καταλήγαμε;
Στον δρόμο προς τη Σκάλα, στα παράλια, η μάνα μου ξέμεινε από δυνάμεις. Πάνω στη σύγχυση, με άφησε σε μια άκρη στον δρόμο, έτσι όπως με είχε τυλιγμένο στις φασκιές. Μια συγγένισσά μας, η Αγάπη, πρόσεξε πως δεν με κρατούσε η μάνα μου στα χέρια της. Την ταρακούνησε από τους ώμους: “Τι έγινε το μωρό;”. Η μάνα μου, ξεψυχισμένη, της έδειξε, η κακομοίρα!
Τότε, η καλή μας συγγένισσα, η Αγάπη, τιμώντας το ωραίο της όνομα, γύρισε πίσω με όσες δυνάμεις τής είχαν απομείνει κι αυτηνής, με βρήκε ευτυχώς, με πήρε στην αγκαλιά της και με ξανάφερε στη μάνα μου» αφηγείται ο κυρ Μιχάλης.
Η οικογένεια συνέχισε και έφτασε στην παραλία, καταφέρνοντας να επιβιβαστεί σε ένα καράβι για την Ελλάδα. Ήταν από τους τυχερούς, καθώς πολλοί δεν τα κατάφεραν.
Ο πατέρας του κυρ Μιχάλη, ο Παναγιώτης Χατζηπέρος, προσποιήθηκε τον σακάτη και κατάφερε να μπει με την οικογένειά του στο καράβι, καθώς έβαζαν πρώτα τα γυναικόπαιδα, τους ασθενείς και τους ανάπηρους.
Το καράβι, με τους πρόσφυγες από τα Βουρλά και την οικογένεια του Παναγιώτη Χατζηπέρου, ταξίδευε για σαράντα ημέρες. Από Χίο, Μυτιλήνη μέχρι Καβάλα, Θεσσαλονίκη, Βόλο και Πειραιά. Το ταξίδι συνέχισε στα νησιά του Αργοσαρωνικού. «Αντικρίζοντας τον Πόρο, η μάνα μου λέει στον πατέρα μου: “Παναγιώτη, εδώ θα κατέβουμε”. Ήταν όμορφος ο Πόρος. Κοντά στην Πελοπόννησο και κοντά στην Αθήνα. Και δεν κάναμε λάθος. Ξεμπαρκάραμε στον Πόρο, όπου μεγαλώσαμε, δουλέψαμε, ζήσαμε. Στον Πόρο μάς καλοδέχτηκαν με πραγματική, χριστιανική αγάπη. Η οικογένεια του Κοσμά Δράνια μάς έβαλε στο σπίτι της, στο Καστέλι, δίπλα στο Ρολόι» συμπληρώνει ο κυρ Μιχάλης.
«Με τη βοήθεια των Ποριωτών σταθήκαμε στα πόδια μας. Εμένα με ανέλαβε η κυρά Φλώρα Κουλίκη, που δεν είχε δικά της παιδιά. Από τα χέρια της έφαγα το πρώτο φαγητό. Τις πρώτες κουταλιές ρύζι. Απαγκιάσαμε στα ήρεμα νερά του Πόρου. Μια λέξη μπορεί να αποτυπώσει τη σωτηρία μας: “Φιλοξενία”!». Πράγματι, ο Πόρος φιλοξένησε και με στοργικότητα αγκάλιασε μεγάλη –συγκριτικά με άλλα νησιά στον Σαρωνικό– κοινότητα προσφύγων.
Ο Παναγιώτης Χατζηπέρος άνοιξε μαζί με τον πρόσφυγα Χατζηκυριάκο το πρώτο παντοπωλείο, το 1922, στην παραλία. Αργότερα, ο Χατζηκυριάκος έφυγε για την Αθήνα και η οικογένεια άνοιξε παντοπωλεία σε διάφορες γειτονιές του Πόρου. Σε ένα από αυτά δέσποζε μια μεγάλη ταμπέλα που έγραφε: «Φιλόξενος Πόρος».
«Το 1933 μάς είχε δώσει το Κράτος ένα σπίτι προσφυγικό. Εδώ, στην Ανατολική Πέρλια, στην ίδια περιοχή όπου μένουμε από τότε και όπου χτίστηκαν σπίτια ειδικά για πρόσφυγες. Γι’ αυτόν τον λόγο η περιοχή ονομάστηκε Συνοικισμός. Μια ωραία τοποθεσία, που ήταν και είναι η πιο υγιεινή του νησιού. Με τη λιγότερη υγρασία. Με καλή θέα. Με δέντρα γύρω-γύρω. Αυτό το σπίτι, βέβαια, δεν το αποκτήσαμε δωρεάν. Σιγά-σιγά το ξεπληρώσαμε. Σε αυτό μεγαλώσαμε κι εμείς» θυμάται ο Μιχάλης Χατζηπέρος.
Οι αναμνήσεις του κυρ Μιχάλη έχουν καταγραφεί στο αυτοβιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Η καλή διαθήκη» (εκδ. Καλαυρία, 2012). Μπορείτε να το βρείτε στη Χατζοπούλειο Δημοτική Βιβλιοθήκη του Πόρου.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο SM το 2016 είχε περιγράψει αυτό που συμβαίνει σήμερα –σε σχέση με τα δύσκολα χρόνια που πέρασε ως νέος– με διαχρονικό και ακριβή λόγο: «Ήταν πολύ δύσκολα τα χρόνια τότε, αλλά υπήρχε αισιοδοξία για το αύριο. Η Κατοχή τότε ήταν δυστυχία, αλλά ήταν 4 χρόνια και πέρασε. Ο σημερινός οικονομικός πόλεμος είναι τρισχειρότερος. Δεν ξέρουμε πόσο θα διαρκέσει. Οι νέοι σήμερα είναι δυστυχισμένοι. Δεν υπάρχει αισιοδοξία» λέει στενοχωρημένος. Μαζί του συμφωνεί και η κυρία Βασιλική, η ακούραστη σύντροφος της ζωής του, που κατάγεται από την Τροιζηνία. Από κοριτσόπουλο βρίσκεται στο πλάι του εδώ και 72 δύσκολα και συνάμα υπέροχα χρόνια. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά.
Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στον Πόρο
Στον Πόρο, μετά την Καταστροφή, αφίχθηκαν περισσότερες από 150 οικογένειες, σύμφωνα με τα στοιχεία του διευθυντή της Χατζοπουλείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης, Γιάννη Μανιάτη. Οι περισσότεροι από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες κατοίκησαν στην περιοχή του Συνοικισμού, όπου ακόμη και σήμερα διατηρούνται αρκετά κατοικήσιμα προσφυγικά σπιτάκια, με τις σκιερές αυλές, ως μνημείο αυτού του μεγάλου μέρους της ιστορίας του Πόρου.
Ενδεικτικά και σύμφωνα με τα στοιχεία του διευθυντή της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Γιάννη Μανιάτη, κάποιες από τις γνωστές προσφυγικές οικογένειες Πόρου και του Γαλατά, που ήρθαν είτε με την καταστροφή, είτε αργότερα ως εσωτερικοί μετανάστες, είναι οι ακόλουθες: Αρτόπουλος, Αρναουτέλης, Γεωργιάδης, Γκογκόσης, Δεβεζόγλου, Δημητρίου, Ιωαννίδης, Κανατσίδης, Κωνσταντινίδης, Μιχαηλίδης, Μουρτζούκος, Μωυσιάδης, Παπαδόπουλος, Ρεΐζης, Σπίρτζης, Τουρλακάκης, Τυρόπουλος, Χατζηπέρος.