«Σε ένα χωριό της βορειοανατολικής Αγγλίας, κάποτε τόπο ανθρακωρύχων, αλλά τώρα παρηκμασμένο και φτωχό, ζει ο Τίτζεϊ, ιδιοκτήτης της τελευταίας παμπ της περιοχής, με την επωνυμία «The Old Oak», η παλιά βελανιδιά: Απαράλλαχτη τις τελευταίες δεκαετίες, αποκούμπι για τους ντόπιους, μισοχαλασμένη, θλιβερή.

Ξαφνικά, το 2016 -τη χρονιά του Brexit – φτάνουν στο χωριό πρόσφυγες από τη Συρία και οι ντόπιοι δεν τους καλοδέχονται. Ανάμεσα στους πρόσφυγες, η νεαρή Γιάρα που για να αντιμετωπίσει την εχθρότητα των χωρικών προτείνει στον Τίτζεϊ να διοργανώσουν, μαζί, συσίτιο για τους φτωχούς  Αγγλους χωρικούς και τους πρόσφυγες. Και να το κάνουν, φυσικά, στον πίσω χώρο της παμπ, που μαζί θα ανακαινίσουν. Δωρεάν φαγητό για όλους όσους  έχουν ανάγκη. Γιατί το φαγητό είναι η μόνη δραστηριότητα που μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να μονιάσουν. Ομως οι συντοπίτες του Τίτζεϊ δεν βλέπουν αυτή την ιδέα με καλό μάτι… Και η συνέχεια επί της οθόνης.

Στη μεγάλη οθόνη

Ναι, γιατί το σκηνικό που περιγράφω είναι από την τελευταία ταινία του μεγάλου Βρετανού σκηνοθέτη Κεν Λόουτς με τον ελληνικό τίτλο: «Η τελευταία παμπ». Μια ταινία που περιγράφει -ενδεχομένως με απλοϊκό αλλά τρυφερό τρόπο- την αυξημένη ξενοφοβία που εκδηλώθηκε με το Brexit, τον ρατσισμό ακόμη και στις  μικρές κοινωνίες.
Ισως να υπερβάλω, αλλά νομίζω ότι η ταινία αυτή εξηγεί τους λόγους της ανόδου της ξενόφοβης Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, την πρωτιά του «Ολλανδού Τραμπ», Βίλντερς στη χώρα της Τουλίπας και την ισχυρή ανάδειξη τόσων άλλων ομοϊδεατών του σε πολλές ευρωπαικές χώρες.

Σε μια περίοδο που η φτώχεια απλώνεται στις πάλαι ποτέ ευημερούσες κοινωνίες και η δημοσιονομική λιτότητα γίνεται κανόνας ζωής και απόλυτος στόχος για όλη την Ευρώπη, είναι δυστυχώς φυσικό να κερδίζουν οι φωνές της ξενοφοβίας, της μισαλλοδοξίας και του φασισμού. Φωνές που ενισχύονται με τις άλλες «ασθένειες» της εποχής μας, των
οποίων το κόστος βαρύνει  τις εθνικές ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Οι Ευρωπαίοι στην πλειονότητά τους βλέπουν ως απειλή τη μετανάστευση. Παρά το γεγονός ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι μια διαρκής μετανάστευση.

Το δημογραφικό πρόβλημα

Ειδικά σήμερα που τα δημογραφικά στοιχεία είναι απειλητικά για την ίδια την επιβίωση των κοινωνιών και των οικονομιών , πληθαίνουν οι αδαείς και οι ξενόφοβοι. Που φοβούνται ότι οι ξένοι θα πάρουν τις δουλειές μας. Οι αδαείς αυτοί αγνοούν τους ίδιους τους σιδερένιους νόμους της καπιταλιστικής αναπαραγωγής: οι αγορές εργασίας δεν είναι λεωφορεία όπου μπαίνεις στριμωγμένος και ψάχνεις μια δουλειά, πατώντας στα πόδια και σπάζοντας τα πλευρά των υπολοίπων επιβατών.

Η αγορά εργασίας πλέον είναι ένα τρένο με όμορφα βαγόνια, σε απόσταση μεταξύ τους, όπου μόνο όσοι ξέρουν να κάνουν μια συγκεκριμένη δουλειά μπορούν να ανέβουν, κερδίζοντας τα προς το ζην και βοηθώντας τον καπιταλιστικό κύκλο να λειτουργήσει καλά.
Μα πού θα πάνε αυτοί που δεν μπορούν να μπουν στα βαγόνια; Θα γίνουν εγκληματίες; Και τότε; Οι πολιτισμένες κοινωνίες της Ευρώπης θα βγάλουν τον στρατό στους δρόμους για να περιορίσουν την εγκληματικότητα  στις πόλεις μας ;

Ο μεγάλος Ιταλός αντιφασίστας διανοούμενος Ερνέστο Ρόσσι, που μαζί με τον Αλτιέρο Σπινέλι και τον Εουτζένιο Κολόρνι, το 1941, εξόριστοι στο νησί Βεντοτένε, συνέγραψαν το «Μανιφέστο για μια Ελεύθερη και Ενωμένη Ευρώπη», προειδοποιούσε: «Ακόμα κι αν δεν υπάρχει δικαιοσύνη στον κόσμο, είναι στις καρδιές μας. Πρέπει να κάνουμε αυτό που πιστεύουμε ότι είναι σωστό, όχι επειδή η δικαιοσύνη θα πετύχει, αλλά επειδή η αδικία είναι αποκρουστική για εμάς: το να επιτρέπουμε αυτό που πιστεύουμε ότι είναι άδικο είναι να μας υποβιβάζει στα μάτια μας».

Μήπως πρέπει να ανατρέξουμε στις ιδέες των εμπνευστών της ενωμένης  Ευρώπης; Μπας και την ξυπνήσουμε από τον λήθαργο;