Μπορεί το 2023 να έφερε ρεκόρ τουριστικών εισπράξεων αγγίζοντας για πρώτη φορά, σύμφωνα και με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα 20,5 δισ. ευρώ, ωστόσο, από την άλλη πλευρά, κάθε τουρίστας που έρχεται στη χώρα μας ξοδεύει λιγότερα στο ταξίδι του σε σύγκριση με αυτά που ξόδευε πριν από μία δεκαετία.

Ο λόγος; Το γεγονός ότι και στη χώρα μας ισχύει η τάση που καταγράφεται διεθνώς τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με την οποία το ταξιδιωτικό κοινό προτιμά συχνότερες μεν, αλλά παράλληλα και πιο σύντομες σε διάρκεια διακοπές.

 

Αυτό προκύπτει και από την τελευταία μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (INΣETE) με τίτλο «Η Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα, 2013-2022». Σύμφωνα με τη μελέτη, η Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη (ΜΚΔ), από τα 653 ευρώ του 2013 μειώθηκε στα 620 ευρώ το 2022 με τη μείωση κατά 33,3 ευρώ ή κατά 5,1% να «οφείλεται αποκλειστικά στην μείωση της Μέσης Διάρκειας Παραμονής κατά -12,8% ή 1,1 διανυκτερεύσεις αφού η Μέση Δαπάνη ανά Διανυκτέρευση (ΜΔΔ) για την ίδια περίοδο σημείωσε αύξηση κατά 6,5 ευρώ, στα 79,5 ευρώ ή αλλιώς στο +8,9% σε σύγκριση με τα 73,1 του 2013 και +4,5% έναντι των 76,1 ευρώ του 2019». Σημειώνεται εδώ ότι οι εκτιμήσεις ως προς τη Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη για το 2023 παραπέμπουν στα ίδια περίπου επίπεδα, στα πέριξ των 625 ευρώ.

 
 
Remaining Time-0:00
Fullscreen
Mute

 

Όπως επισημαίνεται στη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ, η Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη στα 620 ευρώ το 2022 στη χώρα μας, παραμένει υψηλότερη σε σύγκριση με την περίοδο προ πανδημίας το 2019, οπότε το αντίστοιχο μέγεθος ήταν στα 564 ευρώ, χαμηλότερη ωστόσο αν συγκριθεί με το υψηλότερο νούμερο των 702 ευρώ του 2021, εν μέσω ταξιδιωτικών περιορισμών λόγω Covid 19. Η ομαλοποίηση της κατάστασης στην ταξιδιωτική βιομηχανία από την επόμενη χρονιά, το 2022 επέδρασε θετικά στην απελευθέρωση της λανθάνουσας ζήτησης για διακοπές μετά από δύο χρόνια ταξιδιωτικών περιορισμών και γενικευμένης αβεβαιότητας.

 
 

Συγκεκριμένα, η μείωση της ΜΚΔ το 2022 σε σύγκριση με το 2021 οφείλεται:

• Στην ανάκαμψη των ταξιδιών City Break κυρίως στον προορισμό της Αθήνας, που έχουν σχετικά χαμηλή διάρκεια παραμονής και κατ’ επέκταση χαμηλή ΜΚΔ.

• Στις πληθωριστικές πιέσεις, που ακολούθησαν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, και επέδρασαν αρνητικά ροκανίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε παγκόσμιο επίπεδο και κατ’ επέκταση των καταναλωτικών τους δαπανών.

 

• Στην αύξηση των ροών από τις όμορες βαλκανικές αγορές και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Σερβία, Αλβανία και Ρουμανία), που έχουν παραδοσιακά χαμηλή Μέση Διάρκεια Παραμονής, από 19,1% το 2020 σε 19,9% το 2022.

• Στη μικρή μείωση του μεριδίου των παραδοσιακών μας αγορών (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία και Ολλανδία) που έχουν υψηλότερη ταξιδιωτική δαπάνη έως και 4 φορές σε σύγκριση με τις βαλκανικές αγορές, από 50,1% το 2020 σε 46,9% το 2022. Η μείωση του μεριδίου των παραδοσιακών αγορών εισερχόμενου τουρισμού οφείλεται σε μικρότερο ρυθμό αύξησης και όχι σε μείωση αφίξεων.