Η κρυμμένη υπεραξία των προορισμών ανά την Ελλάδα είναι ένα από τα ατού της χώρας για την περαιτέρω ανάπτυξη του τουρισμού, ο οποίος πλέον κινείται με νέο σημείο αναφοράς την προηγούμενη χρονιά, έχοντας παρουσιάσει τις υψηλότερες ιστορικά επιδόσεις. Ετσι, το 2023 σημειώθηκε αύξηση κατά 13% στις εισπράξεις, αγγίζοντας τα 20,5 δισ. ευρώ έναντι του προ-πανδημικού 2019 -που αποτέλεσε το αμέσως προηγούμενο σημείο αναφοράς για τον κλάδο-, κατά 4,5% στις αφίξεις φτάνοντας τα 32,8 εκατομμύρια χωρίς την κρουαζιέρα και κατά 8% στη Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη, στα 625 ευρώ.

Τώρα, «ο σκοπός είναι να αναπτυχθεί ο τουρισμός με σχέδιο», δηλώνει o κ. Ηλίας Κικίλιας, γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (IΝΣΕΤΕ) στη συνέντευξή του, «με μια στρατηγική όπου η ανάπτυξη θα έρθει κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, σε περιοχές που σήμερα έχουν χαμηλή τουριστική δραστηριότητα ή /και σε μήνες εκτός της θερινής σεζόν». Ο ίδιος διαπιστώνει παράλληλα ότι «η ταυτότητά μας είναι το ισχυρότερο πλεονέκτημά μας», αφού στην άνοδο του κλάδου τα τελευταία χρόνια έχουν οδηγήσει, μεταξύ άλλων, η καθιέρωση της χώρας στο top 5 των ισχυρότερων brands διεθνώς, σε συνδυασμό με τη φιλοξενία και τις εμπειρίες που έχουν αναδειχθεί στα πλέον ισχυρά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας έναντι άλλων μεγάλων αγορών της Μεσογείου.

Η πορεία το 2023

«Το 2023 ήταν η χρονιά της πλήρους επιστροφής του παγκόσμιου τουρισμού σε κανονικούς ρυθμούς στη νέα πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί μετά την πανδημία και παρά τις γεωπολιτικές εξελίξεις των δύο τελευταίων ετών. Για την Ελλάδα ειδικότερα, το 2023 αναμένεται να αποτελέσει μια νέα χρονιά-ορόσημο, με ενισχυμένα μεγέθη», επισημαίνει ο κ. Κικίλιας.

Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) ότι οι εισπράξεις (μαζί με την κρουαζιέρα) το 11μηνο είναι στα 20,1 δισ., το έτος αναμένεται να κλείσει περί τα 20,5 δισ. ευρώ, έναντι 18,2 δισ. ευρώ το 2019, σημειώνοντας μια αύξηση 13%. Αντίστοιχα οι αφίξεις, χωρίς την κρουαζιέρα, το 11μηνο είναι στα 32 εκατομμύρια και αναμένεται να κινηθούν περίπου στα 32,8 εκατομμύρια, έναντι 31,3 εκατομμυρίων το 2019, αυξημένες κατά 4,5%. Κατά συνέπεια, η Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη υπολογίζεται να αυξηθεί από 580 ευρώ το 2019 σε 625 ευρώ, καταγράφοντας μια αύξηση περίπου 8%.

Ηλίας Κικίλιας

«Οι επιδόσεις της χώρας είναι τελικά καλύτερες απ’ ό,τι αναμενόταν στην αρχή της περσινής σεζόν – ήδη από τον Σεπτέμβριο είχε γίνει ορατό ότι οι εισπράξεις θα ξεπερνούσαν τα 20 δισ. ευρώ. Πέρα όμως από τα στοιχεία της ΤτΕ, είναι σημαντικές και οι επιδόσεις σε ποιοτικά κριτήρια. Βάσει σχετικής έρευνας, η εμπειρία των τουριστών στη χώρα παρέμεινε ιδιαίτερα υψηλή και ανταγωνιστική, ξεπερνώντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, παρά την κάμψη που παραδοσιακά παρατηρείται στους μήνες αιχμής σε όλους τους προορισμούς διεθνώς».

Η πορεία το 2024

Για το 2024, οι παράμετροι που θα καθορίσουν την πορεία του τομέα δεν διαφοροποιούνται σημαντικά. Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατη μελέτη του ινστιτούτου, η πορεία του εισερχόμενου τουρισμού θα εξαρτηθεί και πάλι από τη διατήρηση και την περαιτέρω ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. «Δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στην οικονομική διάσταση της ανταγωνιστικότητας, που έχει βέβαια μεγάλη σημασία, αλλά και στη διαφύλαξη των δομικών στοιχείων της ταυτότητάς μας που μας ξεχωρίζουν από τους ανταγωνιστές. Η ταυτότητά μας είναι αυτό που μας καθιστά διακριτούς. Αναφέρθηκα προηγουμένως στη φιλοξενία, αλλά εξίσου ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας, μαζί με τη γλώσσα και την ιστορία, είναι η κλίμακα, η αρχιτεκτονική και το τοπίο», σχολιάζει ο κ. Κικίλιας.
Πού μπορεί να είναι τελικά το ταβάνι για τον ελληνικό τουρισμό; «Το πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει ο ελληνικός τουρισμός και οι απαραίτητες προϋποθέσεις έχουν αναλυθεί εκτενώς στη μελέτη για την προτεινόμενη στρατηγική προς το 2030», σημειώνει ο κ. Κικίλιας. Η μελέτη του ΣΕΤΕ «Ελληνικός Τουρισμός 2030 – Σχέδια Δράσης» προϋποθέτει τη μετάβαση από την αυθόρμητη στη στοχευμένη ανάπτυξη μέσα από έναν μεθοδικό, ουσιαστικό και ολοκληρωμένο σχεδιασμό σε ένα πλαίσιο βιωσιμότητας, λαμβάνοντας υπόψη διαθέσιμους πόρους, στόχους και αναδυόμενες τάσεις. Σύμφωνα με τη μελέτη, υπό προϋποθέσεις τα έσοδα στον κλάδο έως το 2030 μπορούν να φτάσουν σε 27 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 52% σε σχέση με το 2019 που ήταν στα 18 δισ. ευρώ και οι επισκέψεις στις περιφέρειες σε 50 εκατομμύρια.

Χρονική και χωρική επέκταση

«Με τα Σχέδια Δράσης για 36 προορισμούς της χώρας, έχει παράλληλα αναδειχθεί και το “πώς” μπορεί να επέλθει η περαιτέρω ανάπτυξη. Κεντρικοί στόχοι παραμένουν η χρονική διεύρυνση της τουριστικής δραστηριότητας και η καλύτερη γεωγραφική κατανομή της τουριστικής ζήτησης με ισόρροπο και βιώσιμο τρόπο. Σήμερα, στις πέντε κύριες τουριστικές Περιφέρειες (Νοτίου Αιγαίου, Αττικής, Κεντρικής Μακεδονίας, Κρήτης και Ιονίων Νήσων) συγκεντρώνεται το 85% των επισκέψεων και σχεδόν το 90% των εισπράξεων. Παράλληλα, το 60% των εσόδων αφορά το καλοκαιρινό τρίμηνο.
Ο σκοπός είναι να αναπτυχθεί ο τουρισμός με σχέδιο απελευθερώνοντας την κρυμμένη υπεραξία των προορισμών ανά την Ελλάδα, διαφυλάσσοντας παράλληλα τα βασικά στοιχεία της ταυτότητάς μας. Προτείνεται δηλαδή μια στρατηγική που η ανάπτυξη θα έρθει κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, σε περιοχές που σήμερα έχουν χαμηλή τουριστική δραστηριότητα ή/και σε μήνες εκτός της θερινής σεζόν», αναφέρει ο κ. Κικίλιας.

Γι’ αυτού του είδους την ανάπτυξη, όπως επισημαίνει ο γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, απαιτούνται δράσεις και συμπράξεις ώστε να δημιουργηθούν πιο σύνθετα, οργανωμένα και επιμελημένα τουριστικά προϊόντα και -κυρίως- αποτελεσματική διαχείριση και διακυβέρνηση των προορισμών. «Αυτές είναι οι βασικές κατευθύνσεις όπου πρέπει να επικεντρωθούν τα διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδοτικών ενισχύσεων ώστε να έχουμε ένα καλύτερο αποτέλεσμα τόσο ως προς την ανταγωνιστικότητα του προϊόντος μας όσο και στην ανάδειξη και ενίσχυση της βιώσιμης αναπτυξιακής δυναμικής στο σύνολο της χώρας με στόχο μια πιο ισόρροπη ανάπτυξη».

Οι 5 άμεσες προτεραιότητες

Αν έπρεπε να σταχυολογήσει κανείς τις άμεσες προτεραιότητες για τον ελληνικό τουρισμό τα αμέσως επόμενα χρόνια, αυτές εστιάζουν σε πέντε βασικά σημεία:
«Σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον που επηρεάζει με απρόβλεπτους τρόπους τον τουρισμό, η συνεχής εξέλιξη -ταυτόχρονα και σε πολλά επίπεδα- είναι μονόδρομος. Το πλαίσιο των προτεραιοτήτων έχει τεθεί ήδη από τον ΣΕΤΕ περιλαμβάνοντας πέντε κεντρικούς πυλώνες: τις υποδομές, τις επενδύσεις και την ανταγωνιστικότητα, την αποτελεσματική διαχείριση των προορισμών, την αγορά εργασίας και τη βιωσιμότητα».
Οι υφιστάμενες δημόσιες υποδομές δεν επαρκούν για τη μεσομακροπρόθεσμη τουριστική ανάπτυξη, γι’ αυτό και το ΙΝΣΕΤΕ έχει ήδη αναδείξει σχεδόν 2.000 προτάσεις που συνδέονται με επενδύσεις σε δημόσιες υποδομές. Αν ληφθεί δε υπόψη και η κλιματική αλλαγή, η ανάγκη για επενδύσεις σε υποδομές γίνεται ακόμη πιο επιτακτική.
Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων μέσα από τη διαμόρφωση ενός στιβαρού επενδυτικού περιβάλλοντος και η επίλυση ζητημάτων, όπως ο χωροταξικός σχεδιασμός, συγκαταλέγονται στα κρίσιμα θέματα.

Εμφαση θα πρέπει επίσης να δοθεί στη διακυβέρνηση των προορισμών μέσα από αποτελεσματικούς Οργανισμούς Διαχείρισης και Προώθησης Προορισμών -με την ουσιαστική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα- που θα μπορούν να αντιμετωπίσουν θέματα όπως η διαχείριση των τουριστικών ροών, οι συγκοινωνίες, η διαμόρφωση και η ανάδειξη υφιστάμενων και νέων προϊόντων. Η έλλειψη εργαζομένων στον τουρισμό, ένα παγκόσμιο φαινόμενο, απαιτεί καινοτόμες παρεμβάσεις αλλά και αποτελεσματική προσαρμογή της επαγγελματικής εκπαίδευσης και της κατάρτισης στις σύγχρονες τάσεις. Τέλος, η βιωσιμότητα θα πρέπει να βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα όλων των εμπλεκομένων. Πέρα από τις αλλαγές στην ταξιδιωτική συμπεριφορά, ο τουρισμός δεν νοείται να αναπτύσσεται χωρίς σεβασμό στο περιβάλλον και την ταυτότητα των προορισμών.

Ο κ. Κικίλιας εντοπίζει τη βασική πρόκληση της επόμενης μέρας προκειμένου να γεφυρωθεί το χάσμα στον κλάδο μεταξύ νησιωτικής και ηπειρωτικής Ελλάδας στη μετάβαση από την αυτοσχέδια ανάπτυξη «σε έναν εμπεριστατωμένο τρόπο σχεδιασμού, άσκησης πολιτικής και αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Για πολλά χρόνια, ο τουρισμός στην Ελλάδα αναπτύχθηκε ως μία “αυθόρμητη” δραστηριότητα που θα μπορούσε να συνεχίσει να υπεραποδίδει χάρη στον φυσικό πλούτο της χώρας. Η πανδημία υπογράμμισε την τεράστια συμβολή του στην οικονομία και μας ώθησε στο να κατανοήσουμε ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον τουρισμό με στρατηγική, σχέδιο και σαφώς μεγαλύτερη εμπλοκή του κεντρικού κράτους, αλλά και των περιφερειών και δήμων για τη διαμόρφωση των βασικών κατευθύνσεων.
Συνεπώς, για να γεφυρωθεί το χάσμα απαιτείται ένα συνεκτικό πλαίσιο στρατηγικού σχεδιασμού για την τουριστική ανάπτυξη στο σύνολο της χώρας. Σε αυτή την κατεύθυνση συντείνει ένα σημαντικό τμήμα του έργου του ινστιτούτου. Κεντρικό μας μήνυμα είναι ότι κάθε προορισμός έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει τη δική του μοναδική αλυσίδα αξίας και εμπειριών και τη δική του αναπτυξιακή διαδρομή. Χρειάζεται ένα σχέδιο που να συνθέτει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τους τοπικούς πόρους στοχεύοντας τις κατάλληλες αγορές. Ο ιδιωτικός τομέας έχεις ήδη επενδύσει – και συνεχίζει να επενδύει τεχνογνωσία, ενέργεια και κεφάλαια. Η ευρύτερη και ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη όμως προϋποθέτει κατάλληλες δημόσιες υποδομές, εξειδίκευση ως προς τον σχεδιασμό, αποτελεσματική διακυβέρνηση και ουσιαστική συνεργασία του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα. Η ανάδειξη και σύνθεση της μοναδικότητας της ελληνικής φύσης, του ελληνικού πολιτισμού, της ελληνικής φιλοξενίας και του ελληνικού τρόπου ζωής μέσα από μια πληθώρα τουριστικών προϊόντων και εμπειριών είναι συλλογικός στόχος. Με συντονισμένα βήματα ο τουρισμός μπορεί να καταστεί πόλος όχι μόνο οικονομικής, αλλά και κοινωνικής ανάπτυξης για το σύνολο των περιφερειών της χώρας», επισημαίνει ο κ. Κικίλιας.

Οι 4 παράγοντες που έκαναν τη διαφορά

Το ΙΝΣΕΤΕ παρακολουθεί τα δεδομένα του ελληνικού τουρισμού από όλες τις πηγές, και ο γενικός διευθυντής του αναφέρεται στους 4 βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στη μεγάλη άνοδο φέτος του κλάδου: «Mελετώντας την ταξιδιωτική συμπεριφορά, είχε διαπιστωθεί μια ισχυρή διάθεση των καταναλωτών από πολλές αγορές του εισερχόμενου τουρισμού για ταξίδια με κύρια προτίμηση τις διακοπές για “Ηλιο και Θάλασσα”, ένα προϊόν στο οποίο η Ελλάδα είναι ο τρίτος δημοφιλέστερος προορισμός παγκοσμίως. Αυτό ίσχυε για όλους τους ανάλογους προορισμούς. Το στοιχείο όμως που έκανε τη διαφορά για την Ελλάδα ήταν το πετυχημένο άνοιγμα το καλοκαίρι του 2020 και στη συνέχεια του 2021, καθώς και η πολύ καλή εμπειρία που είχαν οι τουρίστες τις δύο αυτές χρονιές, δίνοντας την ώθηση αρχικά για το 2022 και στη συνέχεια για το 2023. Η αύξηση της επιθυμίας την πρώτη χρονιά για ταξίδια χωρίς περιορισμούς δημιούργησε τη βάση της ανόδου, αλλά η ποιότητα της εμπειρίας αποτελεί δείκτη-βαρόμετρο για το πώς “κερδίζουμε” τους επισκέπτες.

 

Η πολιτιστική εμπειρία, η γαστρονομία και η εμπειρία στη θάλασσα βαθμολογούνται υψηλά τόσο στο σύνολο της χώρας όσο και στη συντριπτική πλειονότητα των περιφερειών, ιδιαίτερα των λιγότερο ανεπτυγμένων τουριστικά, στοιχείο που δείχνει τη δυναμική του τουρισμού σε ένα μεγάλος εύρος προορισμών. Η διάσταση ωστόσο που προέχει είναι η φιλοξενία, δηλαδή το ανθρώπινο στοιχείο, οι κάτοικοι των προορισμών και οι εργαζόμενοι στον τομέα. Η φιλοξενία που προσφέρει η χώρα μας είναι το δυνατό στοιχείο της ταυτότητάς μας, το ισχυρότερο ανταγωνιστικό μας πλεονεκτήμα.
Τρίτος παράγοντας είναι το brand “Ελλάδα”. Η Ελλάδα παραμένει ένας από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς παγκοσμίως όντας το 5ο ισχυρότερο brand στον τουρισμό. Η φήμη της χώρας μάλιστα ενισχύθηκε από το άνοιγμα του τουρισμού το 2020, σε αντίθεση με άλλες ανταγωνιστικές χώρες, με ασφάλεια και οργάνωση, κερδίζοντας αγορές όπως π.χ. της Αμερικής.

Τέλος, ο ελληνικός τουρισμός παρουσιάζει ανθεκτικότητα απέναντι στις απώλειες που προκαλούνται από εξωγενείς συνθήκες (π.χ. απώλειες από Ρωσία, Ισραήλ) και τις οποίες καλύπτει από άλλες αγορές, θετικό επακόλουθο της μεγάλης διασποράς των αγορών του εισερχόμενου τουρισμού που του δίνει τη δυνατότητα γρήγορης αναπλήρωσης».