Το Άμστερνταμ αναζητά ένα πιο «ευπρεπές» πρόσωπο - Ρεπορτάζ του Κώστα Αργυρού
Λιγότερο και ποιοτικότερο τουρισμό με έμφαση στον πολιτισμό και την ιστορία θέλουν οι τοπικές αρχές, ενώ και οι κάτοικοι φαίνεται να έχουν κουραστεί από την μετατροπή της πόλης τους σε ένα σκηνικό διασκέδασης και κραιπάλης.
Το Αμστερνταμ έχει αρχίσει σταδιακά να υποδέχεται και πάλι επισκέπτες, αν και ακόμα υπάρχουν ακόμα χώρες, που αποτρέπουν τους πολίτες τους από ένα ταξίδι στην Ολλανδία. Ωστόσο οι μέρες της πανδημίας δεν έδειξαν μόνο την ανάγκη μια πόλη να μπορεί να «επιβιώσει» μόνο με τους μόνιμους κατοίκους της, αλλά και προβλημάτισαν τους κατοίκους για τους τρόπους που θα μπορέσουν να περιορίσουν την μετατροπή της πόλης τους σε ένα τεράστιο «πάρκο διασκέδασης», που απειλεί να αλλοιώσει οριστικά το χαρακτήρα του ιστορικού λιμανιού.
Περίπου 20.000.000 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις καταγράφηκαν τον περασμένο χρόνο στην ολλανδική πόλη με τους 800.000 κατοίκους, την οποία μερικοί γνωρίζουν αποκλειστικά και μόνο από τα coffeeshops και τις «βιτρίνες» στη γειτονιά των «κόκκινων φαναριών». Είναι κάτι που ενοχλεί πολλούς παλιούς κατοίκους της πόλης. Πριν από λίγες μέρες μια πρωτοβουλία πολιτών κατάφερε να συγκεντρώσει μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα 25.000 υπογραφές με το αίτημα μιας μετάβασης σε ηπιότερες μορφές τουρισμού, οι οποίες θα σέβονται τους μόνιμους κατοίκους. Στόχος να περιοριστούν οι διανυκτερεύσεις στα 12 εκατομμύρια και να μπει φρένο στο θεσμό της βραχυχρόνιας μίσθωσης που έχει εκτοξεύσει στα ύψη τα ενοίκια. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ένα στα 15 σπίτια έχει καταχωριστεί στο Airbnb και ότι 25.000 διαφημίσεις βρίσκονται σε ιστότοπους ενοικιάσεων διακοπών - μια πενταπλάσια αύξηση τα τελευταία χρόνια.
Ηδη σε κάποιες γειτονιές απαγορεύεται η ενοικίαση σε τουρίστες, όπως και η αδειοδότηση νέων τουριστικών καταστημάτων, που έχουν παραγκωνίσει πολλά παραδοσιακά μικρά μαγαζιά. Αλλά τα μέτρα αυτά δεν έχουν σταματήσει τα κύματα των τουριστών. Κυρίως δεν έχουν μπορέσει να αφαιρέσουν από την πόλη τη «στάμπα» ότι εδώ έρχεται κανείς μόνο για κραιπάλη. Οταν βλέπει κανείς ότι ο δήμος έχει αναγκαστεί να αναρτήσει σε γέφυρες πινακίδες, υπενθυμίζοντας ότι «απαγορεύεται το ουρείν», εύκολα συνειδητοποιεί ότι η κατάσταση μάλλον έχει ξεφύγει.
Η «καραντίνα» απέδειξε ότι η προηγούμενη κατάσταση ήταν αφόρητη αναφέρεται στο κείμενο της πρωτοβουλίας πολιτών, οι οποίοι ζητούν ακόμα περιορισμούς για τις πωλήσεις ουσιών σε τουρίστες στα coffeeshops, αλλά και αύξηση της φορολόγησης για τις διανυκτερεύσεις.
Το ζήτημα έχουν αντιληφθεί πάντως και οι αρχές. Ο Χέερτ Ούντο, διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας Μάρκετινγκ της πόλης, δήλωσε πρόσφατα ότι η πόλη θα στοχεύσει στη δημιουργία μιας νέας τουριστικής βιομηχανίας, που θα είναι κοινωνικά, οικονομικά και οικολογικά «βιώσιμη». Αντί να προσελκύει πάρτι ξεσαλώματος και βραδιές οργιών, που συχνά μετατρέπονται σε ολονύχτια θορυβώδη πάρτι, στοχεύει τώρα σε ένα κοινό που αγαπά τον πολιτισμό και την ιστορία. Οπως είπε «το Άμστερνταμ ήταν ανέκαθεν μια ανοιχτή και διεθνής πόλη και θα θέλαμε να καλωσορίσουμε τους επισκέπτες το συντομότερο δυνατό. Αλλά τους σωστούς επισκέπτες».
Για τους υπεύθυνους του Δήμου η κρίση του covid-19 είναι μια ευκαιρία αναπροσανατολισμού και αναμόρφωσης της εικόνας της πόλης στο εξωτερικό.
Μια νέα στρατηγική επικοινωνίας θα στοχεύει στην προσέλκυση νέων κατηγοριών επισκεπτών και στην απομάκρυνση άλλων από ορισμένες περιοχές. «Είναι τελείως διαφορετικό να φιλοξενούμε λάτρεις του πολιτισμού ή της ιστορίας από το να κάνουμε πάρτι που χρησιμοποιούν την πόλη μας απλώς ως φόντο», πρόσθεσε χαρακτηριστικά.
«Πρέπει να αποκαταστήσουμε την ισορροπία μεταξύ αυτών που ζουν, εργάζονται και αυτών που επισκέπτονται συγκεκριμένες περιοχές, ξεκινώντας από τοπικές προσφορές για τους ντόπιους, ώστε να μπορούν να αρχίσουν να χρησιμοποιούν ξανά το κέντρο της πόλης» παραδέχτηκε ο Ούντο.