ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Η λαϊκή Βουλή της Αίγινας

Καρέκλες και τραπέζια των απλών μεροκαματιάρηδων, αλλά και των εύπορων, στέκια μιας ιδιαίτερης τοπικής θυμοσοφίας πολλών χρόνων, τα τρία καφενεία κάτω από τη Δημαρχία Χρονογράφημα του Νίκου Σάνση Οπως κάθε πόλη και χωριό έχουν τον δικό τους χώρο μιας καθημερινής σύναξης των απομάχων, έτσι και η Αίγινα έχει τον δικό της, σαν καθημερινή πολύβουη λαϊκή Βουλή, των ντόπιων και όχι πια μόνον. Το όνομα παντού ένα και κοινό. Το καφενείο. Το πρώτο στο πρώην χασάπικο του Μανώλη του Σαντορινιού, αριστερά της ψαραγοράς. Και τα δυο, τα πιο παλιά παραδοσιακά, της Μοίρα και της Γαλάρη, κάτω από το ιστορικό και πανέμορφο κτίριο της Δημαρχίας. Και η ιστορία συνεχίζεται σαν κληρονομιά, από τα παλιά στέκια της παραλίας, όπως του «Καραγιάννη», του «Ακταίον», του «Σακκιώτη», του «Καλοκέντη» κ.ά. Ένας εξαιρετικός φίλος, που συμπορευτήκαμε μέχρι –δυστυχώς– τον πρόωρο θάνατό του, μου έλεγε. «Α, ρε, να αξιωθούμε να πάρουμε τη σύνταξή μας, να ερχόμαστε νωρίς τα πρωινά στο καφενείο, κάτω από τη Δημαρχία, πίνοντας το καφεδάκι μας ή τρώγοντας ένα γλυκό του κουταλιού, να αφουγκραζόμαστε αυτή την υπέροχη καθημερινότητα. Αυτή τη ζωντάνια των μαντάτων της τοπικής κοινωνίας, σε τούτο το πανέμορφο περιβάλλον». Γιατί μοιάζει σαν όνειρο η στιγμή της γεύσης ενός καφέ στο στόμα του συνταξιούχου, παρέα με ανώνυμους συγκάτοικους και συνοδεία λεκτικών ήχων από τα πάσης φύσεως καθημερινά ιδιαίτερα –τοπικά– προβλήματα, διανθισμένα με παλιές ιστορίες αλλά και χιούμορ. Χωρίς να θέλω να αφαιρέσω το προνόμιο και από τις υπόλοιπες καφετέριες και τα ζαχαροπλαστεία της παραλίας, τα τρία αυτά καφενεία είναι στέκια μιας ιδιαίτερης τοπικής θυμοσοφίας πολλών χρόνων. Καρέκλες και τραπέζια των απλών μεροκαματιάρηδων, ναυτικών, ψαράδων, δημοσίων υπαλλήλων, στελεχών τραπεζών και επιχειρήσεων, επιχειρηματιών, δασκάλων και καθηγητών, δικηγόρων, γιατρών, καλλιτεχνών, διανοουμένων, ζωγράφων, συγγραφέων, πολιτευτών και πολιτικών, και δεν συμμαζεύεται. Τα καθημερινά πειράγματα, τα αστεία, μα και το κουτσομπολιό, πάνε σύννεφο, σαν αρχαία παρακαταθήκη από τον πρωτομάστορα Αριστοφάνη. Ψάχνει ο Ρωμιός να ξεφύγει από τη μιζέρια και το άγχος που τον έριξαν αυτοί που έφταιξαν – όπως ο ίδιος μονολογεί για τους πολιτικούς του. Όαση για τα μάτια της τοπικής πελατείας τα χρώματα της μέρας, ένας απέραντος ζωντανός πίνακας το λιμάνι με τα σκάφη του – είτε αλιευτικά είτε τουριστικά, δεμένα σε αρμονία με το περιβάλλον, γαρνιρισμένα με μια ναυτική ορολογία που μοσχοβολά άλλοτε ούζο και άλλοτε τσίπουρο από αυτούς που τα προφέρουν. Και έξαφνα φτερουγίζει η ερωτική καρδιά τους, όταν περνά από μπροστά τους κάποια σύγχρονη Ελληνίδα Αφροδίτη αγκαλιά με τον Απόλλωνά της. Ιδιαίτερες οι καυστικές συζητήσεις για τη δημοτική αρχή και το νησί που υποφέρει από την κακή λειτουργία της υδροδότησης, μα ιδιαίτερα για το μάζεμα των σκουπιδιών. Ο τόπος τους πονά, μα και η καρδιά επίσης. Ο χώρος είναι σημείο αναφοράς κάθε κοινωνικού γεγονότος. Όταν τα πρωινά κάποια καμπάνα από τις τρεις εκκλησίες χτυπά πένθιμα, το ερώτημα αμέσως είναι ένα: «Ποιος έφυγε σήμερα, ρε παιδιά;» ή «Ποιο κηδειόσημο αναρτήθηκε;». Και αν είναι παλιός, γίνεται μνημόσυνο και άμεση συγχώρεση. Αν όμως είναι νέος, κάποια δάκρυα κυλούν στα γραμμωμένα και ηλιοψημένα από τα χρόνια μάγουλα, και κανένας δεν μιλά. Γιατί τελευταία έφυγαν πολλοί, και ιδιαίτερα νέοι. Οι αναμνήσεις από τους δημογέροντες, σύγχρονους Νέστορες της τοπικής κοινωνίας, όπως ο Δημήτρης ο Μοίρας, και οι συγκρίσεις με το σήμερα αμέτρητες, και σαν χείμαρρος ασταμάτητες. Αυτά τα γερασμένα μάτια που είδαν και ένιωσαν τη φτώχεια και την απλότητα στο μεγαλείο της, βίωσαν και πάλεψαν στη χωρίς ωράριο εργασία και μπόρεσαν να δημιουργήσουν με αξιοπρέπεια το βιος τους, απεχθάνονται στη δύση της ζωής τους την επιδειξιομανία, την αλαζονεία, τον αμοραλισμό της σημερινής πλουτοκρατικής κοινωνίας. Πονάνε με οργή για την άδικη μείωση των συντάξεών τους, που όλα αυτά τα χρόνια πλήρωναν. Και ερμηνεύουν με θυμοσοφία και αυστηρότητα για το πώς φτάσαμε έως εδώ. Φέτος που ο λαός κλήθηκε δύο φορές στις κάλπες, στην πιο δύσκολη –μετά τη Μεταπολίτευση– οικονομική κρίση για την πατρίδα, τα καφενεία με τους θαμώνες τους βίωσαν εμπειρία ανεπανάληπτη. Στην πρώτη περίοδο, πριν από την κάλπη του Μαΐου, φάνηκε η οργή. Στη δεύτερη ο φόβος και η περίσκεψη. Ένιωθες μεταξύ σοβαρού και αστείου από τα χείλη τους ότι αυτό που θα γεννήσει η κάλπη δεν θα έχει προηγούμενο. Όπως και έγινε. Γιατί τούτος ο λαός, όταν στα δύσκολα παράξενα χαμογελά, να τον φοβάσαι. Και αργά το βράδυ, όταν η παλιά γενιά θα αποσυρθεί στο κονάκι της, οι καρέκλες και τα τραπέζια γεμίζουν από νεολαία, που θέλει και αυτή να πει τα δικά της, στη δική της όμως ώρα. Η Τασία Γαλάρη δίνει την ερμηνεία της. Επειδή ο χώρος δεν έχει μουσική και θόρυβο, η νεολαία προτιμά να καθίσει και να μιλήσει ήσυχα και ελεύθερα. Με μια παγωμένη μπίρα και ένα στριφτό τσιγαριλίκι στο χέρι, στιγμή ανακούφισης και ξεκούρασης στα όσα άθελά της ζει. Να πει τον πόνο της, το πρόβλημά της, να στοχαστεί, να ρίξει τις ευθύνες της για τα δρώμενα, να ψάξει να βρει φως αισιοδοξίας για το αύριο, που ξαφνικά έσβησε χωρίς να καλοκαταλάβει πώς έγινε. Έτσι, πάνω στο ποδήλατο, γυρίζοντας από το καφενείο στο σπίτι, άθελά μου σκέπτομαι: «Παιδί ήρθα στο λατρεμένο νησί πριν από 53 χρόνια, και σήμερα η ζωή με αξίωσε να τη ζω σαν συνταξιούχος. Αλήθεια, πόσο πιο γελαστός και ανέμελος ήταν ο κόσμος πριν από χρόνια. Ποιος φανταζόταν ότι θα φτάναμε σ' αυτά τα χάλια. Βλέπω τα νιάτα και ντρέπομαι στο άκουσμα των ίδιων και ίδιων διαλόγων κάποιων συνομηλίκων για το ποιος είναι ένοχος και ποιος όχι. Ντρεπόμαστε, ρε, να φωνάξουμε πως και η δική μας η γενιά έχει μεγάλο μερτικό στην κρίση αυτή, που δυστυχώς τους αφήνουμε». Και συνεχίζω, σιγοψιθυρίζοντας νοσταλγικά ένα παλιό παραδοσιακό τραγούδι: Αχ πατρίδα μου γλυκιά, πόσο σ' αγαπώ βαθιά!

Διαβάστε επίσης

Στο κολαστήριο των φυλακών...Αίγινα

Η μετατροπή του Ορφανοτροφείου σε τόπο εγκλεισμού ποινικών και πολιτικών κρατουμένων άνοιξε μια μακρά αλλά και μελανή σελίδα στην Αίγινα. Του Γεωργίου Ι. Μπόγρη* Ενα νέο κεφάλαιο α...

Δεν χάθηκε ακόμη η ευκαιρίαΑίγινα

Φοβικά και άτολμα ημίμετρα, αντί ριζικής λύσης, η απάντηση της δημοτική αρχής στο αίτημα της πεζοδρόμησης της παραλίας. Της Σίλας Αλεξίου Δειλά, για την αποφυγή συγκρούσεων με τις ...

Για τον Φραγκίσκο...Αίγινα

Μεγάλος καλλιτέχνης, σεμνός άνθρωπος, καλός φίλος, ο δικός μας «Τζέκος» έφυγε για το αιώνιο ταξίδι του... Της Σίλας Αλεξίου Καλημέρα...» Η χαρακτηριστική φωνή του Φραγκίσκου Κάππου...