Ήταν μια μέρα συννεφιασμένη, ψυχρή και σκυθρωπή. Όπως σκυθρωπή ήταν και η πομπή που ανηφόριζε από τον Πειραιά για την Αθήνα με κιτάπια κι έπιπλα στα χέρια, σαν καραβάνι ξεσπιτωμένων, για νέο τόπο, για νέα τύχη, για νέα εγκατάσταση. Ένα μέσο σημερινό διαμέρισμα πολυκατοικίας θα χωρούσε άνετα τα υπάρχοντα της διοικήσεως της νέας πρωτεύουσας.

«O ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 15.12.1967, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η πόλη που κέρδιζε τότε τον τίτλο της κορυφαίας ήταν ένας σωρός από άσχημα ερείπια. Λίγα σπιτάκια στους πρόποδες της Ακροπόλεως  εκατόν εξήντα δύο χαμοκέλλες (σ.σ. χαμόσπιτα, φτωχικά σπίτια χτισμένα από ευτελή υλικά), οι περισσότερες χωρίς σκεπή, γράφει σ’ ένα κείμενό του ο Σπύρος Μελάς. Ακόμη: ένα παζάρι που έχτισαν οι Τούρκοι, κοπρώνας (σ.σ. υπαίθριος χώρος αφόδευσης ή εναπόθεσης κοπριάς και ακαθαρσιών) τότε, μ’ ένα ρολόι υψωμένο στη μέση του, ευγενικιά χειρονομία του λόρδου Ελγίνου στους Αθηναίους, σ’ αντάλλαγμα της μετόπης του Παρθενώνα που αφαίρεσε. Παρακάτω ο Μεντρεσές (σ.σ. μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο) και λιγοστά μουσουλμανικά τεμένη ήσαν τα μόνα που έδειχναν το ανθρώπινο πέρασμα κάτω από τη σκιά του Βράχου. Κανένα ίχνος τοπικής προσωπικότητας, μόνο τσεκουριές από βάρβαρα περάσματα πάνω στο μέτωπο της πόλεως. Στον τόπο αυτόν των ερειπίων και της θλίψεως ήρθε κι εγκαταστάθηκε η διοίκηση του Ελληνικού Κράτους.

Ο Πειραιάς, που αποβιβάστηκαν οι αρχές, ερχόμενες από το Ναύπλιο, ήταν κι αυτός σχεδόν ανύπαρκτος. Μια εκκλησία, ο Άγιος Σπυρίδωνας, ένα ξύλινο τελωνειακό παράπηγμα και μια αποθήκη, του Γάσπαρη, στέκονταν μπροστά στη θάλασσα για να θυμίζουν το λιμάνι. Οι αρχές πήραν το δρόμο, το αυτοσχέδιο μονοπάτι καλύτερα, που φιδοσερνόταν ανάμεσα στους βάλτους προς την Αθήνα. Ο βασιλιάς Όθωνας κατοίκησε πρώτα στο σπίτι του Αλέξανδρου Κοντόσταυλου, που βρισκόταν στον κήπο της Βουλής. Ύστερα στον «κήπο Κλαυθμώνος», στο μονώροφο σπίτι του Αφθονίδη, περιμένοντας να χτιστούν τα Ανάκτορα.

Τότε ήταν που ο πρεσβευτής της Αυστρίας Πρόκες Όστεν έγραφε στην κυβέρνησή του ότι «αι Αθήναι ουδέν άλλο είναι σήμερον ή σωρός ρυπαρών ερειπίων, τεταγμένων κύκλω μεγαλοπρεπών τινων λειψάνων και διακοπτομένων δι’ εκατόν πεντήκοντα περίπου εν μεγάλη σπουδή ωκοδομημένων κτιρίων. Είναι δε ταύτα κεχωρισμένα και διεσπαρμένα επί σχετικώς μεγάλης εκτάσεως και κατελήφθησαν ως επί το πλείστον διά της βίας υπό της Κυβερνήσεως δι’ εαυτήν και την αναγκαίαν της ακολουθίαν. Τα ενοίκια και τα προς ζωάρκειαν (σ.σ. όσα είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της ζωής) είναι τόσον ακριβά, όσον ουδαμού ίσως του γνωστού κόσμου. Η Κυβέρνησις συνέταξε δύο διατιμήσεις και ώρισε το ετήσιον μίσθωμα οικίας εις 15% επί της υπερβολικής κατ’ εκτίμησιν αξίας της, δεν έχει όμως τα μέσα όπως καταστήση σεβαστάς τας διατάξεις της ταύτας».

Ο Ουίλιαμ Μίλερ, εξ άλλου, έδινε την παρακάτω γλαφυρή εικόνα της νέας πρωτεύουσας: «Αι καταπεσούσαι οικίαι (από τις καταστροφές του Κιουταχή) είχον αποφράξει τας οδούς και επάνω από τα ερείπια, αποτελούντα αλλού μεν σωρούς λίθων και αλλού μικρούς γηλόφους, είχον σχηματισθή μονοπάτια, τα οποία οι διαβάται διήρχοντο πηδώντες και τοποθετούντες σημεία διά να δυνηθούν να εύρουν κατά την επιστροφήν των την κατοικίαν των. Ενώ εβάδιζέ τις ήκουεν οπίσω του τους κρότους νέων καταπτώσεων. Αλλού παρέμεναν ορθαί δοκοί και αλλού δυο-τρια σκαλοπάτια μαρμάρινα».

Το όνομα της Αθήνας, σαν της πιο κατάλληλης πόλεως για να γίνη πρωτεύουσα της Ελλάδος, αναφέρθηκε δημοσία για πρώτη φορά από τη «Γενική Εφημερίδα της Αυγούστης», στις 15 Οκτωβρίου του 1832. «Πρωτεύουσα της Ελλάδος», έγραφε η γερμανική εφημερίδα, «πρέπει να γίνουν αι Αθήναι, όχι γιατί κάθε επαρχία εις την Πελοπόννησον έχει το κέντρον της, όχι μόνον διότι η Αττική και ολόκληρος η Στερεά Ελλάς δεν ημπορούν να στερηθούν πρωτευούσης, αλλά και διότι, ως γνωστόν, αι Αθήναι έχουν το μόνον δυνάμενον να συγκριθή προς το της Σμύρνης κλίμα, το ευφορώτερον έδαφος, το κάλλιστον προς οικοδομίαν υλικόν, λιμένας και όρμους ευχρηστοτάτους, προς την κατά πάσαν διεύθυνσιν εμπορίαν, έτι δε τας μεγίστας αναμνήσεις».

Πριν όμως θιγή το θέμα από τη γερμανική εφημερίδα, το 1830 οι αρχιτέκτονες Σταμάτιος Κλεάνθης και Σάουμπερτ είχαν επισκεφθή τον Καποδίστρια στην Αίγινα και του είχαν υποδείξει την Αθήνα για πρωτεύουσα. Οι δύο αρχιτέκτονες, μάλιστα, δέχονταν να εκπονήσουν το σχέδιο της πόλεως, αφού από καιρό είχαν μελετήσει το έδαφός της. Ο Καποδίστριας, που κουβέντιασε μαζί τους την ιδέα, φαινομενικά έκανε πως ενδιαφέρθηκε, αλλά στην πραγματικότητα αδιαφορούσε. Γι’ αυτό, για ν’ αποφύγη την αρνητική απάντηση, τους παρέπεμψε στο σοφό συμπολίτη του, τον Ανδρέα Μουστοξύδη, ο οποίος και αρνήθηκε. Έτσι, η ιδέα της μεταφοράς εγκαταλείφθηκε. Τουλάχιστον προσωρινά. Γιατί συχνότερος λόγος για τη μεταφορά άρχισε όταν ο Όθωνας αφίχθηκε στο Ναύπλιο. Η πόλη αυτή ήταν καταδικασμένη «ως αλίμενος, ρυπαρά, στερουμένη ποσίμου ύδατος και περισφιγγομένη μεταξύ έλους, λιμένος και βράχων».

Αλλά γιατί να προτιμηθή η Αθήνα; Το ερώτημα αυτό πρόβαλαν η Κόρινθος, το Άργος και η Τρίπολη, που ήθελαν, η καθεμιά για λογαριασμό της, την τιμή να ονομασθούν «πρωτεύουσα».

Τελικά, οι προτάσεις τους έπεσαν στο κενό, γιατί πίσω από την Αθήνα υπήρχε η αίγλη του ιστορικού της παρελθόντος. Γι’ αυτό και κέρδισε. Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1834 η Αντιβασιλεία ώριζε με Βασιλικό Διάταγμα την Αθήνα πρωτεύουσα.

Είναι απερίγραπτος ο αναβρασμός που ακολούθησε σαν μαθεύτηκε πως η Αθήνα ωρίστηκε για πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους. Από παντού άρχισαν να καταφθάνουν ξένοι, ν’ αγοράζουν οικόπεδα και να χτίζουν σπίτια. Ό,τι ακριβώς γίνεται και σήμερα σαν μαθευτή ότι στην τάδε περιοχή θα χαραχθή μια εθνική οδός. Ξένοι και πλούσιοι Έλληνες, από τη Ρωσία, τη Μολδαβία, τη Βλαχιά και τη Δυτική Ευρώπη έφθαναν στην Αθήνα, μ’ όλα τους τα υπάρχοντα, κι έχτιζαν σπίτια πάνω στα ερείπια που είχε αφήσει ο πόλεμος.

Νέες ιδέες και νέα πράγματα κουβαλήθηκαν μαζί με τους ξένους. Όπως τα πρώτα φορτηγά αμάξια, τα γνωστά δίτροχα κάρα. Τέτοια είχε φέρει από τη Μελίτη (σ.σ. Μάλτα) ο Άγγλος ναύαρχος Πούλκερ Μάλκολμ, για να τον διευκολύνουν στην οικοδόμηση της αγροτικής του επαύλεως, στα Πατήσια. Ήταν η πρώτη φορά, όπως λένε οι ιστορικοί, που ο τροχός κυλούσε στα χώματα της Αθήνας, αν εξαιρέσουμε βέβαια τα άρματα της αρχαιότητας. Και καμάρωναν οι Αθηναίοι του 1834 για την πρόοδο. Γιατί ως τότε για μεταφορικό μέσο είχαν τις καμήλες  ασιατικό απομεινάρι.

Η θλίψη απομακρυνόταν. Το ίδιο και η ασχήμια. Όσο για όμορφες γυναίκες, πού να βρεθή έστω και μία μέσα στα 160 σπίτια της Αθήνας; Η κάθοδος της ομορφιάς άρχισε με την επάνοδο των αθηναϊκών οικογενειών από τους τόπους της εξορίας. Τότε άρχισαν και οι τοποθετήσεις των κατοίκων σε κύκλους. Ο κύκλος της αριστοκρατίας του αίματος, ο κύκλος της αριστοκρατίας του πνεύματος, ο κύκλος της αριστοκρατίας των όπλων.

Εκείνες τις μέρες έλαμψε το άστρο της Δούκισσας της Πλακεντίας. Εκλεκτή γυναίκα, ζωντοχήρα, ονόματι Λεμπράν, κυρία επί των τιμών της Ιωσηφίνας και της Μαρίας Λουίζας, ήρθε στην Αθήνα κι έχτισε την όμορφη έπαυλή της στη θέση του σημερινού Βυζαντινού Μουσείου. Με συνοδεία ανθρώπους του κύκλου της κι αρκετή δόση πόνου κι απογοητεύσεως.

Όπως μαθαίνουμε από ένα παλαιό κείμενο του Ν. Γιοκαρίνη, γραμμένο στα «Αθηναϊκά Νέα», τα καλύτερα σπίτια της εποχής εκείνης ήταν του Καρατζά και της δέσποινας Βλαχούτση, στην οδό Πειραιώς, εκεί που βρισκόταν το Ωδείο. «Τρικούβερτα γλέντια» γίνονταν στο σπίτι της κοσμικής δέσποινας. Κάτι σαν «σορπράιζ πάρτυ», όπου η αφρόκρεμα της αθηναϊκής κοινωνίας απολάμβανε τη σουμάδα προλονζέ, άκουε κιθάρα κι εχόρευε συρτό (όχι συρτάκι) και ευρωπαϊκούς χορούς, πόλκα και μαζούρκα. Εις την τελευταίαν διεκρίθη η κόρη Γεωργαντά, θα έγραφαν οι δαιμόνιοι κοσμικογράφοι της εποχής. Οι προσκεκλημένοι δοκίμαζαν ακόμη «ισπανικόν άρτον», κοινώς παντεσπάνι. Από το σπίτι της Βλαχούτση «εισήρχοντο εις τον κόσμον» οι «ντεμπυτάντ» της εποχής, κόρες ευγενών Αθηναίων, που μόλις είχαν αφήσει τα θρανία του παρθεναγωγείου, που είχε ιδρύσει ο Αμερικανός ιεραπόστολος Χιλ.

Αλλά και το παλάτι της Αμαλίας δεν υστερούσε σε κοσμικότητα. Πρώτα ήρθαν τα πιάνα με μεγάλες καρότσες, ύστερα οι Γερμανίδες αριστοκράτισσες. Και οι Ελληνίδες κυρίες των τιμών άρχισαν να μαθαίνουν γαλλικά, γερμανικά, ευρωπαϊκούς χορούς και να ντύνωνται σαν Παριζιάνες, αλλάζοντας καθημερινά τουαλέτες.

Τρεις ξένοι κοσμικογράφοι ασχολήθηκαν με την τότε ξένοιαστη Αθήνα. Ο Γκρενιέ έγραφε ότι δεν υπάρχουν ωραίες γυναίκες στην Αθήνα, ενώ στην επαρχία αφθονούν. Η κυρία των τιμών Γερμανίδα βαρώνη Ιουλία Νορντενπφλύχτ έδωσε λεπτομερείς περιγραφές των κοσμικών επιδείξεων. Για τις τουαλέτες και την «Πολωνέζα», που χόρευαν «μετά μανίας» στο παλάτι αυλικοί και υπουργοί. Ακόμη μια ανώνυμη κοσμικογράφος ασχολήθηκε με τις όμορφες. Έπαινοι για την Φωτεινή Μαυρομιχάλη, που την θεωρούσε σαν την πιο γνωστή καλλονή της Ευρώπης. Τα γαλλικά της τα είχε μάθει «φαρσί» απο τη Δούκισσα της Πλακεντίας. Να πώς την περιγράφει: «Ανάστημα μέτριον, λαιμός κύκνου, μεγαλοπρέπεια αυτοκρατορική, οδόντες μικροί και στιλπνοί, χείλη εύσαρκα, στόμα ανεκκλήτου χάριτος, μέτωπον ευθύ, μύτη αρχαίου αγάλματος. Μαλλιά ούτε ξανθά, ούτε μαύρα, ούτε καστανά. Μάτια γαλανά, επιδερμίς σιτόχρους. Το τελειότερον πλάσμα που είδα εις την ζωήν μου».

Οι κοσμικοί κύκλοι της εποχής εκείνης πολλά χρωστούσαν στα γαϊδουράκια. Μ’ αυτά γινόταν η μεταφορά των καλοντυμένων γυναικών από τα σπίτια τους στις σάλες του χορού. Βέβαια, ήταν η σκόνη που έκανε αγνώριστα τα ατσαλάκωτα και μεταξωτά ρούχα των δεσποινίδων. Ήταν και η «μαρίδα». Που όταν ξεθάρρεψε σιγά-σιγά με τους ξένους και υποχώρησε η περιέργεια και ο σεβασμός της αρχής, έβαζε αλογόμυγες στα υπομονετικά ζώα, τα ερέθιζε κι έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση «την επί του όνου καθημένη». Τώρα, πώς έπιαναν τις αλογόμυγες, δεν το αναφέρουν οι περιγραφές. Ξέρουμε όμως ότι το είδος της πρασινόχρυσης αυτής μύγας αφθονούσε στη νέα πρωτεύουσα. Μετά ήρθαν τα καροτσάκια, οι κουνουπιέρες, τα παιδιά μεγάλωναν, συνήθιζαν τη νέα ζωή. Το ντι-ντι-τι ήρθε πολύ αργότερα. Μετά από πάμπολλες γενεές αλογόμυγας.

Από τότε πέρασαν 133 ολόκληρα χρόνια. Οι πέντε χιλιάδες κάτοικοι έγιναν σήμερα πάνω από ένα εκατομμύριο. Τότε δήμαρχος Αθηναίων ήταν ο Ανάργυρος Πετράκης (1835). Σήμερα, ο Γεώργιος Πλυτάς. Που όταν τον ρωτήσαμε, με την ευκαιρία της επετείου, τι θα έκανε αν ήταν δήμαρχος στην Αθήνα του 1835, απάντησε: «Θα είχα να κάνω πολύ λιγώτερα πράγματα, γιατί τότε τα οικονομικά του Δήμου ήταν καλύτερα από σήμερα και οι απαιτήσεις των δημοτών μικρότερες».

*Κείμενο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Μιχάλη Φακίνου, που είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» της 15ης Δεκεμβρίου 1967.

Ο Φακίνος εργάστηκε επί μακρόν στην εφημερίδα «Τα Νέα», έγραψε δε μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα και χρονογραφήματα.

Το επί βαυαρικής Αντιβασιλείας εκδοθέν Βασιλικό Διάταγμα «Περί μεταθέσεως της Βασιλικής Καθέδρας εις Αθήνας» φέρει ημερομηνία 18 (30 με το νέο ημερολόγιο) Σεπτεμβρίου 1834.

Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η Αθήνα του 1810 (στο βάθος αριστερά εικονίζονται τα ερείπια του ναού του Ολυμπίου Διός, δεξιά το Θησείο).