ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Παιδικές αναμνήσεις από τις Σπέτσες

Νοσταλγικές μνήμες από τις Σπέτσες των παιδικών του χρόνων, το νησί που τον… μεγάλωσε και τον κράτησε «αιχμάλωτο» μέχρι σήμερα. Γράφει ο Αλέξης Ζαούσης Δεκαετία του ’60, μέσα Ιουνίου. Μόλις έχει τελειώσει το σχολείο, και με καταλαμβάνει μεγάλη προσμονή. Αύριο φεύγουμε για Σπέτσες. Τότε δεν υπήρχαν ταχύπλοα, πλην του Εξπρές. Παίρναμε από τον Πειραιά το πλοίο της γραμμής. «Νεράιδα», «Σαρωνίς» και αργότερα «Καμέλια», «Πορτοκαλής Ήλιος». Αναχώρηση για Σπέτσες, με ενδιάμεσους σταθμούς Αίγινα, Μέθανα, Πόρο, Ύδρα και Ερμιόνη. Μέσα στο πλοίο, μέχρι την Αίγινα, κυκλοφορούσε ένας πλανόδιος με στολή ζαχαροπλάστη, που έκανε λοταρία. Κλήρωνε ένα τεράστιο ψάρι, το οποίο περιέφερε στα σαλόνια. Και ένα καλάθι με σοκολάτες, πλάκες ΙΟΝ αμυγδάλου και γάλακτος – επίσης τεράστιες. Εμένα, βέβαια, με απασχολούσε περισσότερο το ποδήλατό μου, που μετεφέρετο με το καράβι. Να είναι καλά δεμένο και να μη γρατζουνισθεί. Το ταξίδι διαρκούσε περίπου 5,5 ώρες. Τα ενδιάμεσα νησιά ήταν υπέροχα, όπως και η διαδικασία εισόδου και εξόδου από τα λιμάνια. Όμως, στο μυαλό μου ήταν οι Σπέτσες. Τίποτε άλλο. Για το επόμενο τρίμηνο θα άλλαζε η ζωή μου. Κύριο στοιχείο ήταν η ελευθερία. Ατελείωτες βόλτες με το ποδήλατο σε δρόμους χωρίς αυτοκίνητα, μπάνια στη θάλασσα, παιχνίδια, καινούργιοι φίλοι, θερινός κινηματογράφος. Η ευτυχία που μου έδινε το νησί αυτό δεν περιγράφεται. Όχι μόνο το ονειρεμένο φυσικό περιβάλλον του, αλλά και οι άνθρωποί του. Με τα χρόνια, είχα κάνει πολλούς φίλους. Σπετσιώτες συνομηλίκους μου, με τους οποίους παίζαμε, αλλά και αγνούς βιοπαλαιστές της εποχής. Ήξερα τους περισσότερους αμαξάδες και βαρκάρηδες με τα ονόματά τους. Και εκείνοι μου το ανταπέδιδαν: «Καλώς τον Αλέξη…». Και τι δεν έμαθα να κάνω στις θερινές διακοπές μου στις Σπέτσες... Βοηθούσα τον καπετάνιο στα καΐκια που μας πήγαιναν απέναντι στην Κόστα, στη Χινίτσα ή στην Κοστούλα. Κρατούσα με καμάρι την τιμονιέρα, έριχνα και μάζευα την άγκυρα. Τάιζα τα άλογα των αμαξάδων με φλούδες πεπονιού και καρπουζιού. Και, όταν μου το επέτρεπε ο αμαξάς, τα ξεπέζευα. Συχνά συνόδευα το άλογο του θρυλικού Λευτέρη στον στάβλο. Ήταν πραγματικός παράδεισος. Με το ποδήλατό μου νομίζω ότι διένυα καθημερινά τουλάχιστον δέκα χιλιόμετρα. Ίσως και είκοσι. Από το σπίτι που νοικιάζαμε στην Κουνουπίτσα μέχρι τις Σχολές, το «Ξενία», το Λιγονέρι, τον Βρέλλο. Και, από την άλλη πλευρά, μέχρι το Παλαιό Λιμάνι, την Μπάλτιτζα, το Φανάρι ή την Αγία Μαρίνα και τον Κουζουνό, όπου πήγαινα με τους φίλους μου για να θαυμάσουμε τη Σπετσοπούλα.
Το τέλος της σχολικής χρονιάς υποσχόταν κάθε Ιούνιο το όνειρο όλων των παιδιών. Ελευθερία, ποδήλατο, φίλους, παιχνίδια…
Στην ημερησία διάταξη ήταν και οι αγώνες. Πάσης φύσεως αγώνες. Από αυτοσχέδιους κολυμβητικούς έως ποδηλατικούς. Ποιος θα φθάσει πρώτος στο Λιγονέρι. Θέταμε σε τέτοια δοκιμασία τα ποδήλατα, ώστε ένας άλλος καλός μου φίλος, απολύτως απαραίτητος, ήταν ο ποδηλατάς στα Πευκάκια στην Ντάπια. Και από αυτόν απέκτησα τεχνικές γνώσεις. Να μπαλώνω σαμπρέλες, να λαδώνω γρανάζια και αλυσίδες. Τα μεσημέρια συνήθως τρώγαμε στην εξέδρα του Δημητράκη στην Κουνουπίτσα. Εκεί γνώρισα καινούργιους φίλους. Κάποιοι έμειναν παντοτινοί. Τα απογεύματα, μετά την υποχρεωτική σιέστα, βρισκόμασταν στην Ντάπια, στου Κλήμη ή στου Πολίτη, για σοκολατίνες, παγωτά και «βουτηχτή». Και τα βράδια στο «Σινέ Τιτάνια», όταν η ταινία ήταν «κατάλληλη δι’ ανηλίκους». Μετά το σινεμά, φαγητό στην ταράτσα του Λυράκη. Αλλά υπήρχαν και τα πανηγύρια του Ιουλίου: Αγία Μαρίνα, Προφήτης Ηλίας, Αγία Παρασκευή. Τη 16η Ιουλίου, παραμονή της εορτής, πηγαίναμε στο εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας. Τη 19η Ιουλίου, παραμονή του Προφήτη Ηλία, ανεβαίναμε με γαϊδούρια ή μουλάρια στο εκκλησάκι στο βουνό, πάνω από την Ντάπια. Και την 25η Ιουλίου, πάλι παραμονή, πηγαίναμε με το καΐκι στην πίσω πλευρά του νησιού, στην Αγία Παρασκευή. Την εποχή που περιγράφω ήμουν σε ηλικία 8-10 ετών και είχα μια ακατανόητη αίσθηση του χρόνου. Αδυνατούσα να εξηγήσω γιατί το τρίμηνο των διακοπών μου στις Σπέτσες περνούσε τόσο γρήγορα. Η δε στενοχώρια μου, όταν έμπαινα στο πλοίο της επιστροφής, ήταν απερίγραπτη. Αλλά, όταν περνούσαν ο χειμώνας και η άνοιξη, και έφθανε ο Ιούνιος, η προσμονή γινόταν και πάλι μεγάλη. Αύριο φεύγουμε για Σπέτσες... ΥΓ.: Στη φωτογραφία (από το προσωπικό αρχείο του υπογράφοντος) οικογενειακή εξόρμηση με το μοναδικό μεταφορικό μέσο των Σπετσών τη δεκαετία του ’50. Στην πρώτη άμαξα μπροστά δεξιά ο Αλέξης Ζαούσης, την εποχή στην οποία αναφέρεται το κείμενο. Βιογραφικό Ο Αλέξης Ι. Ζαούσης γεννήθηκε το 1954 στην Αθήνα και είναι οικονομολόγος-δημοσιογράφος. Από το 1978 εργάσθηκε στην οικογενειακή εφημερίδα «Εστία», της οποίας διετέλεσε εκδότης-διευθυντής από το 1995 έως το 2015. Έχει δημοσιεύσει αμέτρητα άρθρα και έχει εκδώσει το βιβλίο «Οι Εφημερίδες 1974-1992».

Διαβάστε επίσης

Τροιζηνιακά ψυχογραφήματαΛαθρεπιβάτης

Η μεγαλύτερη ομορφιά του τόπου αυτού είναι οι άνθρωποι. Σαν τι άνθρωποι λοιπόν μαζεύονται στα καφενεία και στα ταβερνάκια της Τροιζηνίας; Γράφει ο Κωνσταντίνος Παΐδας Μία από τις ο...

Αίγινα, πατρίδα καρδιάςΛαθρεπιβάτης

Το ένιωθε ασφυκτικά! Ο κύκλος στην Αθήνα έκλεινε. Βάλθηκε, λοιπόν, να αναζητά τον τόπο των ονείρων της. Και ιδού… Γράφει η Λιλή Μαυροκεφάλου Λίγα χρόνια πριν... Αθήνα... Κυκλοφορια...

Μια μέρα στο Μανάβικο...Λαθρεπιβάτης

Ή, αλλιώς, τι μπορεί να πάθει (ή μάλλον να φάει…) κανείς από την εμμονή του να αναζητεί φρέσκα προϊόντα εκτός εποχής! Του Φίλιππου Δραγούμη Στην Αίγινα, εκτός από τους παραγωγούς, ...

Πάλι, πάλη…Λαθρεπιβάτης

Μια ανατομία της κρίσης που βιώνουμε, ως χώρα και ως πολίτες, και μια προσέγγιση της διεξόδου μας… Γράφει ο Γιάννης Δελής Πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, πιστεύουν πως αυτό που ζούμε...

Ο «παράδεισός» μου…Λαθρεπιβάτης

Γράφει η Ελένη Βουδουράκη Ξυπνάω, και πριν καλά-καλά ανοίξω τα μάτια μου, φοράω τεμπέλικα το μαγιό, παίρνω την τσάντα θαλάσσης με τα απαραίτητα είδη μέσα και ξεκινώ. Ανοίγω την εξώ...

Κρίση, η ευλογημένη…Λαθρεπιβάτης

Ξαναβρέθηκε στο αγαπημένο νησί των ανέμελων εφηβικών της αποδράσεων, αφού η… αναθεματισμένη οικονομική κρίση ξύπνησε μέσα της τη νοσταλγία για μια «άλλη» ζωή. Γράφει η Γεωργία Σταυ...