Τόσο η Γερμανία όσο και η Γαλλία εκτιμούν τώρα πως είναι πολύ καλύτερα προετοιμασμένες για τη διακοπή της προσφοράς ενέργειας από τη Ρωσία, καθώς μερίμνησαν να μειώσουν την εξάρτησή τους από τη Μόσχα. Οπως χαρακτηριστικά τόνισε η Γαλλίδα υπουργός Ενεργειακής Μετάβασης, Ανιές Πανιέ Ρινασέρ, «όπως είχαμε προβλέψει, η Ρωσία χρησιμοποιεί το φυσικό αέριο ως όπλο αλλά η Γαλλία έχει ετοιμαστεί για αυτό το ενδεχόμενο από την άνοιξη». Προσέθεσε μάλιστα πως η πληρότητα στους ταμιευτήρες φυσικού αερίου της Γαλλίας «θα φτάσει στο μέγιστο επίπεδο σε δύο εβδομάδες». Δεν λείπουν, άλλωστε, και οι εκτιμήσεις πως η Ρωσία δεν θα διακόψει τελικά την παροχή αερίου στην Ευρώπη καθώς αποτελεί μείζονα πηγή εσόδων.
Η Γερμανία ανακοίνωσε χθες τρίτο πακέτο στήριξης κατά της ενεργειακής κρίσης, ύψους 40 δισ. ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης αλλά και την πλέον εξαρτημένη ενεργειακά από τη Ρωσία μέχρι προσφάτως, φαίνεται πως έχει προετοιμαστεί αρκετά καλά για να αντιμετωπίσει ένα χειμώνα χωρίς το ρωσικό αέριο. Ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας του Δικτύου Ενέργειας, Κλάους Μίλερ, τόνισε με ανάρτησή του στο Twitter ότι η χώρα του είναι τώρα πολύ καλύτερα προετοιμασμένη. Προσέθεσε, πάντως, πως η Γερμανία πρέπει να μειώσει τη χρήση αερίου κατά τουλάχιστον 20% και να διασφαλίσει πρόσθετες προμήθειες ώστε να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της επικείμενης περιόδου θέρμανσης.
Εξάλλου, χθες ο Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς παρουσίασε τις βασικές γραμμές του τρίτου πακέτου ελαφρύνσεων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, ύψους 40 δισ. ευρώ. Προβλέπει κυρίως βοηθήματα και επιδόματα με ένα εφάπαξ ενεργειακό επίδομα 800 έως 1.500 ευρώ για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, επίδομα στέγασης και επίδομα θέρμανσης, εφάπαξ επίδομα τέκνων, βοήθημα για χαμηλοσυνταξιούχους, δικαιούχους κοινωνικών επιδομάτων και φοιτητές αλλά και οικονομική βοήθεια ή δάνεια με ευνοϊκούς όρους για μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Στο μεταξύ, οι επιχειρήσεις της Γερμανίας έχουν βρει τρόπους να ελιχθούν και εξακολουθούν να λειτουργούν παρά τη μειωμένη παροχή αερίου. Πολλές αντικαθιστούν το φυσικό αέριο με πετρέλαιο ή καταφεύγουν στις μονάδες παραγωγής ενέργειας που χρησιμοποιούν άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ή μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους στο εξωτερικό όπου είναι πολύ φτηνότερο το αέριο. Ορισμένες εξετάζουν ακόμη και τη συσπείρωση και συνεργασία τους με ανταγωνιστές τους προκειμένου για την από κοινού εξοικονόμηση ενέργειας. Διαψεύδουν, έτσι, τη δυσοίωνη πρόβλεψη στην οποία προέβη ίσως κάπως βιαστικά τον Απρίλιο ο Μάρτιν Μπρίντρμιλερ, διευθύνων σύμβουλος της γερμανικής χημικής βιομηχανίας BASF, ότι η διακοπή της παροχής αερίου από τη Ρωσία «μπορεί να βυθίσει τη γερμανική οικονομία στη χειρότερη οικονομική κρίση που έχει γνωρίσει μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου».
Οπως τόνισε σχετικά ο Κλέμενς Στίβε, οικονομολόγος στη Σχολή Hertie του Βερολίνου, «η μείωση της ζήτησης για αέριο από τις βιομηχανίες δεν οφείλεται σε κάποια σημαντική πτώση της παραγωγής ούτε σε επιβράδυνση στους συγκεκριμένους τομείς, αλλά στην ευελιξία τους ή στη δυνατότητά τους να βρίσκουν και να εισάγουν εναλλακτικούς ενεργειακούς πόρους». Η ίδια η BASF διαψεύδει, άλλωστε, τον διευθύνοντα σύμβουλό της, καθώς έχει υποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό το αέριο με πετρέλαιο που χρησιμοποιεί για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ατμού, ενώ έχει μειώσει την παραγωγή της στις μονάδες της εντός Ευρώπης που χρησιμοποιούν πολύ φυσικό αέριο και ειδικότερα στη μονάδα της στο Λουντβιγκσχάφεν, το μεγαλύτερο χημικό συγκρότημα στον κόσμο. Σύμφωνα μάλιστα με τον γενικό οικονομικό διευθυντή της, Χανς Εντζελ, η BASF έχει μειώσει την παραγωγή αμμωνίας που προϋποθέτει μεγάλες ποσότητες φυσικού αερίου και βασίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στην κοινοπραξία της στο Τέξας που παράγει αμμωνία αλλά με πολύ χαμηλότερο κόστος. Αλλες όπως η βιομηχανία χημικών Evonik χρησιμοποιούν μονάδες τους που λειτουργούν μεν με φυσικό αέριο, αλλά έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν και με υγροποιημένο αέριο πετρελαίου (LPG), που είναι υποπροϊόν της διύλισης αργού πετρελαίου.